Anonymous

ἀσπαίρω: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσπαίρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σπαρταρώ]]<br /><b>2.</b> [[αντιστέκομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ασπαίρω]], όπως εξάλλου και το σημασιολογικά παράλληλο, [[αλλά]] μτγν. και πολύ πιο σπάνιο [[σπαίρω]], συνδέεται με το λιθ. <i>spiriu</i> «[[χτυπώ]] με τα πόδια, [[κλοτσώ]]»<br />Το αρχικό <i>α</i>- του ρ. [[είναι]] υστερογενές [[στοιχείο]] και ως εκ τούτου [[είναι]] προτιμότερο να θεωρηθεί προθεματικό [[παρά]] ότι έχει προέλθει από την [[πρόθεση]] <i>ανά</i> με [[αποκοπή]]. Πρόκειται για επικό και ιωνικό ρ., το οποίο ξεψυχάει, ενώ στον Ηρόδοτο με ευρύτερη [[χρήση]] για ένα [[παιδί]] που παλεύει ή για κάποιον που αντιστέκεται σε μια [[διαταγή]] ή [[συμβουλή]]].
|mltxt=[[ἀσπαίρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σπαρταρώ]]<br /><b>2.</b> [[αντιστέκομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ασπαίρω]], όπως εξάλλου και το σημασιολογικά παράλληλο, [[αλλά]] μτγν. και πολύ πιο σπάνιο [[σπαίρω]], συνδέεται με το λιθ. <i>spiriu</i> «[[χτυπώ]] με τα πόδια, [[κλοτσώ]]»<br />Το αρχικό <i>α</i>- του ρ. [[είναι]] υστερογενές [[στοιχείο]] και ως εκ τούτου [[είναι]] προτιμότερο να θεωρηθεί προθεματικό [[παρά]] ότι έχει προέλθει από την [[πρόθεση]] <i>ανά</i> με [[αποκοπή]]. Πρόκειται για επικό και ιωνικό ρ., το οποίο ξεψυχάει, ενώ στον Ηρόδοτο με ευρύτερη [[χρήση]] για ένα [[παιδί]] που παλεύει ή για κάποιον που αντιστέκεται σε μια [[διαταγή]] ή [[συμβουλή]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσπαίρω:''' (<i>α ευφωνικό</i>, [[σπαίρω]]), [[ασθμαίνω]], [[αγκομαχώ]], τινάζομαι σπασμωδικώς, [[σπαρταρώ]], λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, σε Όμηρ., Ηρόδ.· [[αλλά]], [[μοῦνος]] ἤσπαιρε, ήταν ο [[μόνος]] που [[ακόμα]] αντιστεκόταν, σε Ηρόδ.
}}
}}