Anonymous

ἀσπαστός: Difference between revisions

From LSJ
6
(6)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀσπαστός]], -ή, -ό) [[ασπάζομαι]]<br />ο [[ευπρόσδεκτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μπορεί να γίνει [[αποδεκτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[επιθυμητός]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀσπαστός]], -ή, -ό) [[ασπάζομαι]]<br />ο [[ευπρόσδεκτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μπορεί να γίνει [[αποδεκτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[επιθυμητός]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[άσπαγος]], -η, -ο [[σπάω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να σπάσει («άσπαστη [[πέτρα]]», «άσπαστο [[ποτήρι]]»)<br /><b>2.</b> ο [[αδιάσπαστος]], ο [[συνεχής]]<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) [[εκείνη]] που δεν [[είναι]] σπασμένη, η αδιακόρευτη.
}}
}}