3,277,220
edits
(6) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[άσπαγος]], -η, -ο [[σπάω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να σπάσει («άσπαστη [[πέτρα]]», «άσπαστο [[ποτήρι]]»)<br /><b>2.</b> ο [[αδιάσπαστος]], ο [[συνεχής]]<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) [[εκείνη]] που δεν [[είναι]] σπασμένη, η αδιακόρευτη. | |mltxt=και [[άσπαγος]], -η, -ο [[σπάω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να σπάσει («άσπαστη [[πέτρα]]», «άσπαστο [[ποτήρι]]»)<br /><b>2.</b> ο [[αδιάσπαστος]], ο [[συνεχής]]<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) [[εκείνη]] που δεν [[είναι]] σπασμένη, η αδιακόρευτη. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀσπαστός:''' -ή, -όν, = [[ἀσπάσιος]], [[ευχάριστος]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· επίρρ., <i>-τως</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |