Anonymous

ἀσπαστός: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[άσπαγος]], -η, -ο [[σπάω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να σπάσει («άσπαστη [[πέτρα]]», «άσπαστο [[ποτήρι]]»)<br /><b>2.</b> ο [[αδιάσπαστος]], ο [[συνεχής]]<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) [[εκείνη]] που δεν [[είναι]] σπασμένη, η αδιακόρευτη.
|mltxt=και [[άσπαγος]], -η, -ο [[σπάω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να σπάσει («άσπαστη [[πέτρα]]», «άσπαστο [[ποτήρι]]»)<br /><b>2.</b> ο [[αδιάσπαστος]], ο [[συνεχής]]<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) [[εκείνη]] που δεν [[είναι]] σπασμένη, η αδιακόρευτη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσπαστός:''' -ή, -όν, = [[ἀσπάσιος]], [[ευχάριστος]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· επίρρ., <i>-τως</i>, στον ίδ.
}}
}}