Anonymous

ἀτάρμυκτος: Difference between revisions

From LSJ
6
(big3_7)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no teme]], [[intrépido]] ὄμμα Euph.160, ἀταρμύκτῳ φρενὸς οἴστρῳ Nic.<i>Al</i>.161, cf. Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[ταρμύσσω]]
|dgtxt=-ον<br />[[que no teme]], [[intrépido]] ὄμμα Euph.160, ἀταρμύκτῳ φρενὸς οἴστρῳ Nic.<i>Al</i>.161, cf. Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[ταρμύσσω]]
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀτάρμυκτος]], -ον (Α) [[ταρμύσσω]]<br />(για τα μάτια) αυτός που δεν κλείνει από φόβο, που βλέπει ατενώς.
}}
}}