3,277,121
edits
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀτάρμυκτος]], -ον (Α) [[ταρμύσσω]]<br />(για τα μάτια) αυτός που δεν κλείνει από φόβο, που βλέπει ατενώς. | |mltxt=[[ἀτάρμυκτος]], -ον (Α) [[ταρμύσσω]]<br />(για τα μάτια) αυτός που δεν κλείνει από φόβο, που βλέπει ατενώς. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀτάρμυκτος:''' -ον, [[αμετάστρεπτος]], σε Πίνδ. (άγν. προέλ.). | |||
}} | }} |