Anonymous

ἀτάρμυκτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀτάρμυκτος]], -ον (Α) [[ταρμύσσω]]<br />(για τα μάτια) αυτός που δεν κλείνει από φόβο, που βλέπει ατενώς.
|mltxt=[[ἀτάρμυκτος]], -ον (Α) [[ταρμύσσω]]<br />(για τα μάτια) αυτός που δεν κλείνει από φόβο, που βλέπει ατενώς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτάρμυκτος:''' -ον, [[αμετάστρεπτος]], σε Πίνδ. (άγν. προέλ.).
}}
}}