Anonymous

ἄφετος: Difference between revisions

From LSJ
7
(7)
(7)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ ἀφετός, -ή, -όν)<br />[[εκείνος]] τον οποίο έχουν αφήσει [[κάπου]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώο) που βόσκει ελεύθερα<br /><b>2.</b> μη περιορισμένος, [[ελεύθερος]].
|mltxt=-ή, -ό (Μ ἀφετός, -ή, -όν)<br />[[εκείνος]] τον οποίο έχουν αφήσει [[κάπου]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώο) που βόσκει ελεύθερα<br /><b>2.</b> μη περιορισμένος, [[ελεύθερος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄφετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώα) [[ελεύθερος]], απαλλαγμένος από [[εργασία]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) αφιερωμένος στον θεό<br /><b>3.</b> «ἄφετοι ἡμέραι» — αργίες, γιορτές<br /><b>4.</b> (για το ύφος του λόγου) χαλαρό, ανειμένο<br /><b>5.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όνομα) <i>Ἀφέται</i><br />το [[σημείο]] όπου οι Αργοναύτες έρριξαν το [[πλοίο]] τους στη [[θάλασσα]].
}}
}}