Anonymous

ἄφετος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄφετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώα) [[ελεύθερος]], απαλλαγμένος από [[εργασία]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) αφιερωμένος στον θεό<br /><b>3.</b> «ἄφετοι ἡμέραι» — αργίες, γιορτές<br /><b>4.</b> (για το ύφος του λόγου) χαλαρό, ανειμένο<br /><b>5.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όνομα) <i>Ἀφέται</i><br />το [[σημείο]] όπου οι Αργοναύτες έρριξαν το [[πλοίο]] τους στη [[θάλασσα]].
|mltxt=[[ἄφετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώα) [[ελεύθερος]], απαλλαγμένος από [[εργασία]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) αφιερωμένος στον θεό<br /><b>3.</b> «ἄφετοι ἡμέραι» — αργίες, γιορτές<br /><b>4.</b> (για το ύφος του λόγου) χαλαρό, ανειμένο<br /><b>5.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όνομα) <i>Ἀφέται</i><br />το [[σημείο]] όπου οι Αργοναύτες έρριξαν το [[πλοίο]] τους στη [[θάλασσα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄφετος:''' -ον ([[ἀφίημι]]), αφεμένος να χαθεί, ελεύθερα, περιφερόμενος κατά [[βούληση]] ή ελεύθερα, λέγεται για ιερά κοπάδια που ήταν απαλλαγμένα από τη δουλειά, σε Αισχύλ., Πλάτ.· μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, αφιερωμένος στο θεό, σε Ευρ.· <i>τὸ ἄφετον</i>, [[ελευθερία]] από περιορισμό, σε Λουκ.
}}
}}