Anonymous

βάθος: Difference between revisions

From LSJ
3,858 bytes added ,  29 September 2017
7
(T21)
(7)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=βαθέος (βάθους), τό ([[connected]] [[with]] the [[obsolete]] [[verb]] [[βάζω]], βάω ([[but]] cf. [[Curtius]], § 635; Vanicek, p. 195); cf. [[βαθύς]], [[βάσσων]], and ὁ [[βυθός]], ὁ [[βύσσος]]; German Boden), [[depth]], [[height]] — (accusative, as [[measured]] [[down]] or up);<br /><b class="num">1.</b> [[properly]]: [[ὕψωμα]]); [[ὕψος]]); of 'the [[deep]]' [[sea]] (the '[[high]] seas'), ἡ [[κατά]] βάθους [[πτωχεία]] αὐτῶν, [[deep]], [[extreme]], [[poverty]], τά βάθη [[τοῦ]] Θεοῦ the [[deep]] things of God, things [[hidden]] and [[above]] [[man]]'s [[scrutiny]], [[especially]] the [[divine]] counsels, [[τοῦ]] Σατανᾶ, καρδίας ἀνθρώπου, τά βαθα τῆς θείας γνώσεως, Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 40,1 [ET] (cf. Lightfoot at the [[passage]]))); [[inexhaustible]] [[abundance]], [[immense]] [[amount]], πλούτου, [[Sophocles]] Aj. 130; [[βαθύς]] [[πλοῦτος]], Aelian v. h. 3,18; κακῶν ([[Aeschylus]] Pers. 465,712); [[Euripides]], Hel. 303; the Sept. Proverbs 18:3).
|txtha=βαθέος (βάθους), τό ([[connected]] [[with]] the [[obsolete]] [[verb]] [[βάζω]], βάω ([[but]] cf. [[Curtius]], § 635; Vanicek, p. 195); cf. [[βαθύς]], [[βάσσων]], and ὁ [[βυθός]], ὁ [[βύσσος]]; German Boden), [[depth]], [[height]] — (accusative, as [[measured]] [[down]] or up);<br /><b class="num">1.</b> [[properly]]: [[ὕψωμα]]); [[ὕψος]]); of 'the [[deep]]' [[sea]] (the '[[high]] seas'), ἡ [[κατά]] βάθους [[πτωχεία]] αὐτῶν, [[deep]], [[extreme]], [[poverty]], τά βάθη [[τοῦ]] Θεοῦ the [[deep]] things of God, things [[hidden]] and [[above]] [[man]]'s [[scrutiny]], [[especially]] the [[divine]] counsels, [[τοῦ]] Σατανᾶ, καρδίας ἀνθρώπου, τά βαθα τῆς θείας γνώσεως, Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 40,1 [ET] (cf. Lightfoot at the [[passage]]))); [[inexhaustible]] [[abundance]], [[immense]] [[amount]], πλούτου, [[Sophocles]] Aj. 130; [[βαθύς]] [[πλοῦτος]], Aelian v. h. 3,18; κακῶν ([[Aeschylus]] Pers. 465,712); [[Euripides]], Hel. 303; the Sept. Proverbs 18:3).
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[βάθος]])<br /><b>1.</b> η [[απόσταση]] από [[πάνω]] [[μέχρι]] [[κάτω]]<br /><b>2.</b> ο [[βυθός]] θάλασσας, λίμνης ή πηγαδιού<br /><b>3.</b> τα [[βαθιά]] νερά<br /><b>4.</b> η μία από τις [[τρεις]] διαστάσεις των σωμάτων, αντίστοιχη με το [[μήκος]] και το [[πλάτος]]<br /><b>5.</b> (για νοήματα) το ουσιαστικό [[περιεχόμενο]]<br />το [[σύνολο]] των γνωρισμάτων μιας έννοιας, των στοιχείων που μας την κάνουν γνωστή και μας επιτρέπουν να την ξεχωρίζουμε από τις άλλες<br /><b>6.</b> το εσωτερικό μιας χώρας<br /><b>7.</b> [[λάκκος]], [[βαθούλωμα]]<br /><b>8.</b> (για [[παράταξη]]) η [[απόσταση]] από το [[μέτωπο]] ως την [[ουρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> εσωτερικό επίπεδο σε [[προοπτική]] ζωγραφικού πίνακα, [[φόντο]]<br /><b>2.</b> (για χώρο) η οριζόντια [[απόσταση]], όπως μετριέται από το εξωτερικό [[προς]] το εσωτερικό<br /><b>3.</b> [[χαμηλός]] [[τόπος]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> [[συμφορά]], [[δυστυχία]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ή του ύψους ή του βάθους» — [[άνθρωπος]] των [[άκρων]], που δεν βρίσκει [[μέση]] [[λύση]] στα προβλήματα του<br />β) <b>ειρων.</b> «χαίρε [[βάθος]] αμέτρητο» (λέγεται για πρόσωπα ή πράγματα δυσνόητα και ασαφή)<br />γ) «[[κατά]] [[βάθος]]» — ουσιαστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], ο τ. [[βάθος]] συνδέεται με τα [[βαθύς]], [[βένθος]], [[είναι]] [[μεταγενέστερος]] αυτών και σχηματίστηκε από το θ. του [[βαθύς]]. Η [[υπόθεση]] [[κατά]] την οποία το [[βάθος]] [[είναι]] [[αρχαίος]] τ. με -<i>α</i>- βραχύ σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το -<i>α</i>- μακρό του [[βήσσα]], <i>το</i> δε [[βένθος]] [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[πάθος]]-[[πένθος]] [[είναι]] αβέβαιη. Η λ. [[βάθος]] [[είναι]] μεθομηρική, απαντά στην Ιωνική-Αττική και [[συνήθως]] χαρακτηρίζει τον Τάρταρο ή τον αιθέρα. Συχνή, [[επίσης]], [[είναι]] η μεταφορική [[σημασία]] του όρου (<b>[[πρβλ]].</b> «[[βάθος]] κακών», Αισχύλος<br />«[[βάθος]] πλούτου», Σοφοκλής), ενώ, [[τέλος]], στον Λογγίνο η λ. [[βάθος]] αναφέρεται στο λογοτεχνικό ύφος και χρησιμοποιείται σε [[αντίθεση]] [[προς]] το <i>ύψος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[βάθη]] (<i>η</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αβαθής]], [[αμετροβαθής]], [[ισοβαθής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγχιβαθής]], [[αεροβαθής]], [[αμετροβαθής]], <i>εγγυβαθής</i>, [[υψιβαθής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πολυβαθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ανισοβαθής</i>, [[βαθομέτρηση]]].
}}
}}