Anonymous

βάθος: Difference between revisions

From LSJ
980 bytes added ,  30 December 2018
3
(7)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[βάθος]])<br /><b>1.</b> η [[απόσταση]] από [[πάνω]] [[μέχρι]] [[κάτω]]<br /><b>2.</b> ο [[βυθός]] θάλασσας, λίμνης ή πηγαδιού<br /><b>3.</b> τα [[βαθιά]] νερά<br /><b>4.</b> η μία από τις [[τρεις]] διαστάσεις των σωμάτων, αντίστοιχη με το [[μήκος]] και το [[πλάτος]]<br /><b>5.</b> (για νοήματα) το ουσιαστικό [[περιεχόμενο]]<br />το [[σύνολο]] των γνωρισμάτων μιας έννοιας, των στοιχείων που μας την κάνουν γνωστή και μας επιτρέπουν να την ξεχωρίζουμε από τις άλλες<br /><b>6.</b> το εσωτερικό μιας χώρας<br /><b>7.</b> [[λάκκος]], [[βαθούλωμα]]<br /><b>8.</b> (για [[παράταξη]]) η [[απόσταση]] από το [[μέτωπο]] ως την [[ουρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> εσωτερικό επίπεδο σε [[προοπτική]] ζωγραφικού πίνακα, [[φόντο]]<br /><b>2.</b> (για χώρο) η οριζόντια [[απόσταση]], όπως μετριέται από το εξωτερικό [[προς]] το εσωτερικό<br /><b>3.</b> [[χαμηλός]] [[τόπος]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> [[συμφορά]], [[δυστυχία]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ή του ύψους ή του βάθους» — [[άνθρωπος]] των [[άκρων]], που δεν βρίσκει [[μέση]] [[λύση]] στα προβλήματα του<br />β) <b>ειρων.</b> «χαίρε [[βάθος]] αμέτρητο» (λέγεται για πρόσωπα ή πράγματα δυσνόητα και ασαφή)<br />γ) «[[κατά]] [[βάθος]]» — ουσιαστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], ο τ. [[βάθος]] συνδέεται με τα [[βαθύς]], [[βένθος]], [[είναι]] [[μεταγενέστερος]] αυτών και σχηματίστηκε από το θ. του [[βαθύς]]. Η [[υπόθεση]] [[κατά]] την οποία το [[βάθος]] [[είναι]] [[αρχαίος]] τ. με -<i>α</i>- βραχύ σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το -<i>α</i>- μακρό του [[βήσσα]], <i>το</i> δε [[βένθος]] [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[πάθος]]-[[πένθος]] [[είναι]] αβέβαιη. Η λ. [[βάθος]] [[είναι]] μεθομηρική, απαντά στην Ιωνική-Αττική και [[συνήθως]] χαρακτηρίζει τον Τάρταρο ή τον αιθέρα. Συχνή, [[επίσης]], [[είναι]] η μεταφορική [[σημασία]] του όρου (<b>[[πρβλ]].</b> «[[βάθος]] κακών», Αισχύλος<br />«[[βάθος]] πλούτου», Σοφοκλής), ενώ, [[τέλος]], στον Λογγίνο η λ. [[βάθος]] αναφέρεται στο λογοτεχνικό ύφος και χρησιμοποιείται σε [[αντίθεση]] [[προς]] το <i>ύψος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[βάθη]] (<i>η</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αβαθής]], [[αμετροβαθής]], [[ισοβαθής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγχιβαθής]], [[αεροβαθής]], [[αμετροβαθής]], <i>εγγυβαθής</i>, [[υψιβαθής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πολυβαθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ανισοβαθής</i>, [[βαθομέτρηση]]].
|mltxt=το (AM [[βάθος]])<br /><b>1.</b> η [[απόσταση]] από [[πάνω]] [[μέχρι]] [[κάτω]]<br /><b>2.</b> ο [[βυθός]] θάλασσας, λίμνης ή πηγαδιού<br /><b>3.</b> τα [[βαθιά]] νερά<br /><b>4.</b> η μία από τις [[τρεις]] διαστάσεις των σωμάτων, αντίστοιχη με το [[μήκος]] και το [[πλάτος]]<br /><b>5.</b> (για νοήματα) το ουσιαστικό [[περιεχόμενο]]<br />το [[σύνολο]] των γνωρισμάτων μιας έννοιας, των στοιχείων που μας την κάνουν γνωστή και μας επιτρέπουν να την ξεχωρίζουμε από τις άλλες<br /><b>6.</b> το εσωτερικό μιας χώρας<br /><b>7.</b> [[λάκκος]], [[βαθούλωμα]]<br /><b>8.</b> (για [[παράταξη]]) η [[απόσταση]] από το [[μέτωπο]] ως την [[ουρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> εσωτερικό επίπεδο σε [[προοπτική]] ζωγραφικού πίνακα, [[φόντο]]<br /><b>2.</b> (για χώρο) η οριζόντια [[απόσταση]], όπως μετριέται από το εξωτερικό [[προς]] το εσωτερικό<br /><b>3.</b> [[χαμηλός]] [[τόπος]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> [[συμφορά]], [[δυστυχία]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ή του ύψους ή του βάθους» — [[άνθρωπος]] των [[άκρων]], που δεν βρίσκει [[μέση]] [[λύση]] στα προβλήματα του<br />β) <b>ειρων.</b> «χαίρε [[βάθος]] αμέτρητο» (λέγεται για πρόσωπα ή πράγματα δυσνόητα και ασαφή)<br />γ) «[[κατά]] [[βάθος]]» — ουσιαστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], ο τ. [[βάθος]] συνδέεται με τα [[βαθύς]], [[βένθος]], [[είναι]] [[μεταγενέστερος]] αυτών και σχηματίστηκε από το θ. του [[βαθύς]]. Η [[υπόθεση]] [[κατά]] την οποία το [[βάθος]] [[είναι]] [[αρχαίος]] τ. με -<i>α</i>- βραχύ σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το -<i>α</i>- μακρό του [[βήσσα]], <i>το</i> δε [[βένθος]] [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[πάθος]]-[[πένθος]] [[είναι]] αβέβαιη. Η λ. [[βάθος]] [[είναι]] μεθομηρική, απαντά στην Ιωνική-Αττική και [[συνήθως]] χαρακτηρίζει τον Τάρταρο ή τον αιθέρα. Συχνή, [[επίσης]], [[είναι]] η μεταφορική [[σημασία]] του όρου (<b>[[πρβλ]].</b> «[[βάθος]] κακών», Αισχύλος<br />«[[βάθος]] πλούτου», Σοφοκλής), ενώ, [[τέλος]], στον Λογγίνο η λ. [[βάθος]] αναφέρεται στο λογοτεχνικό ύφος και χρησιμοποιείται σε [[αντίθεση]] [[προς]] το <i>ύψος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[βάθη]] (<i>η</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αβαθής]], [[αμετροβαθής]], [[ισοβαθής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγχιβαθής]], [[αεροβαθής]], [[αμετροβαθής]], <i>εγγυβαθής</i>, [[υψιβαθής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πολυβαθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ανισοβαθής</i>, [[βαθομέτρηση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βάθος:''' [ᾰ],-εος, τό ([[βαθύς]]),<br /><b class="num">1.</b> αιτ., σύμφωνα με το πώς θέλει [[κανείς]] να μετρήσει [[βάθος]] ή ύψος· Λατ. [[altitudo]]· <i>Ταρτάρου [[βάθη]]</i> σε Αισχύλ.· αἰθέρος [[βάθος]] σε Ευρ.· με στρατιωτική [[σημασία]], το [[βάθος]] μιας γραμμής στρατού, σε Θουκ., Ξεν.· [[βάθος]] [[τριχῶν]], η [[φράση]] δηλώνει το [[βάθος]], δηλ. την [[πυκνότητα]] ή το [[μάκρος]] των μαλλιών, σε Ηρόδ.· σε Καινή Διαθήκη, τὸ [[βάθος]], το βαθύ [[νερό]], αντίθ. προς τα ρηχά νερά κοντά στην [[ακτή]]<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., κακῶν [[ὁρῶν]] [[βάθος]], σε Αισχύλ.· πλούτου [[βάθος]], σε Σοφ.
}}
}}