Anonymous

βαγώας: Difference between revisions

From LSJ
7
(6_15)
(7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βαγώας''': ὁ, Λατ. Bagoas, Bag öus, Περσικὴ [[λέξις]], σημαίνουσα, ὡς λεγεται, [[εὐνοῦχος]], ὡς κύρ. [[ὄνομα]] παρὰ Στράβ. 15, κτλ., ἴδε Πλίν. Ν. Η. 13. 4, 9.
|lstext='''βαγώας''': ὁ, Λατ. Bagoas, Bag öus, Περσικὴ [[λέξις]], σημαίνουσα, ὡς λεγεται, [[εὐνοῦχος]], ὡς κύρ. [[ὄνομα]] παρὰ Στράβ. 15, κτλ., ἴδε Πλίν. Ν. Η. 13. 4, 9.
}}
{{grml
|mltxt=[[βαγώας]], ο (Α)<br />ο [[ευνούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Περσικής προελεύσεως [[λέξη]] (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>Bagoas</i> και <i>Bagous</i>)].
}}
}}