βαγώας
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
ὁ, Lat. Bagoas and Bagöus, Persian word, said to be = εὐνοῦχος, as pr. n. in Str.15.3.24, etc.
German (Pape)
[Seite 423] ὁ, ein pers. Wort für εὐνοῦχος, Diod. Plut. u. Sp.; Strab. βαγῶος S. auch N. pr.
Russian (Dvoretsky)
βαγώας: ου и α ὁ (перс.) Plut. = εὐνοῦχος II.
Greek (Liddell-Scott)
βαγώας: ὁ, Λατ. Bagoas, Bag öus, Περσικὴ λέξις, σημαίνουσα, ὡς λεγεται, εὐνοῦχος, ὡς κύρ. ὄνομα παρὰ Στράβ. 15, κτλ., ἴδε Πλίν. Ν. Η. 13. 4, 9.
Greek Monolingual
βαγώας, ο (Α)
ο ευνούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Περσικής προελεύσεως λέξη (πρβλ. λατ. Bagoas και Bagous)].