3,277,121
edits
(big3_8) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> [[bocal]], [[jarro]], <i>POxy</i>.3061.5 (I d.C.), Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.94, <i>POxy</i>.936.6 (III d.C.), 1913.49 (VI d.C.), Pall.<i>HLaus</i>.18, Olymp.<i>in Mete</i>.93.6.<br /><b class="num">2</b> medida de capacidad que contenía 3000 ladrillos <i>POxy</i>.2055.42, 2197.3 (VI d.C.).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Seguramente rel. c. [[βαυκαλάω]] en virtud del ruido que se produce al beber. | |dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> [[bocal]], [[jarro]], <i>POxy</i>.3061.5 (I d.C.), Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.94, <i>POxy</i>.936.6 (III d.C.), 1913.49 (VI d.C.), Pall.<i>HLaus</i>.18, Olymp.<i>in Mete</i>.93.6.<br /><b class="num">2</b> medida de capacidad que contenía 3000 ladrillos <i>POxy</i>.2055.42, 2197.3 (VI d.C.).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Seguramente rel. c. [[βαυκαλάω]] en virtud del ruido que se produce al beber. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βαυκάλιον]] και [[καυκάλιον]], το (AM)<br />μικρή πήλινη ή γυάλινη [[στάμνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για τ. αιγυπτιακής προελεύσεως, ενώ κατ' άλλους τα [[βαυκάλιον]] και [[βαύκαλις]] υποκατέστησαν στην καθημερινή [[γλώσσα]] τη λ. [[ψυκτήρ]] και προέρχονται από το [[βαυκαλώ]]. Ο τ. [[καυκάλιον]] ή αναλογικά [[προς]] το [[βαυκάλιον]] ή από το [[βαυκάλιον]] με [[αφομοίωση]] ή, [[τέλος]], μπορεί να προήλθε από [[λάθος]] της μικρογράμματης [[γραφής]]]. | |||
}} | }} |