3,277,121
edits
(7) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαυκάλιον]] και [[καυκάλιον]], το (AM)<br />μικρή πήλινη ή γυάλινη [[στάμνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για τ. αιγυπτιακής προελεύσεως, ενώ κατ' άλλους τα [[βαυκάλιον]] και [[βαύκαλις]] υποκατέστησαν στην καθημερινή [[γλώσσα]] τη λ. [[ψυκτήρ]] και προέρχονται από το [[βαυκαλώ]]. Ο τ. [[καυκάλιον]] ή αναλογικά [[προς]] το [[βαυκάλιον]] ή από το [[βαυκάλιον]] με [[αφομοίωση]] ή, [[τέλος]], μπορεί να προήλθε από [[λάθος]] της μικρογράμματης [[γραφής]]]. | |mltxt=[[βαυκάλιον]] και [[καυκάλιον]], το (AM)<br />μικρή πήλινη ή γυάλινη [[στάμνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για τ. αιγυπτιακής προελεύσεως, ενώ κατ' άλλους τα [[βαυκάλιον]] και [[βαύκαλις]] υποκατέστησαν στην καθημερινή [[γλώσσα]] τη λ. [[ψυκτήρ]] και προέρχονται από το [[βαυκαλώ]]. Ο τ. [[καυκάλιον]] ή αναλογικά [[προς]] το [[βαυκάλιον]] ή από το [[βαυκάλιον]] με [[αφομοίωση]] ή, [[τέλος]], μπορεί να προήλθε από [[λάθος]] της μικρογράμματης [[γραφής]]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: vase with a narrow neck (pap.)<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: One supposes Egyptian origin. S. Nencioni Riv. degli stud. or. 19 (1940) 98ff. DELG suggests <b class="b3">βαυκαλάω</b>, which does not seem probable. On the forms (incl. Fr. [[bocal]]) Leroy-Molinghen, Byzantion 35 (1965) 214-20. - Cf. <b class="b3">καυκάλιον</b> and [[βῖκος]]. | |||
}} | }} |