Anonymous

βαμβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
7
(big3_8)
(7)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[castañetear]], [[temblar]] ὁ δὲ ... τάρβησέν τε βαμβαίνων ... χλωρὸς ὑπαὶ τοῦ δέους <i>Il</i>.10.375, ἐβάμβαινεν ὑπὸ τοῦ δέους D.Chr.55.14, (βαμβαίνων) ὑπὸ τοῦ ψύχους Eust.<i>Op</i>.310.18, τὸ δὲ βαμβαίνειν, ὅ ἐστι συγκρούειν τοὺς ὀδόντας Eust.812.40, cf. Hsch., Sud., <i>EM</i> 187.26G.<br /><b class="num">2</b> de la voz o de los órganos articulatorios [[temblar]], [[balbucir]] βαμβαίνει με [[γλῶσσα]] Bio <i>Fr</i>.9.9, ἡ φωνή Them.<i>Or</i>.4.56a, χείλεα <i>AP</i> 5.273 (Agath.), τοῖς χείλεσιν Phot.β 55, Sud., <i>EM</i> 187.26G., cf. Procop.<i>Arc</i>.1.4.<br /><b class="num">3</b> [[dudar]], [[vacilar]] Hsch.ε 56, Sud., <i>EM</i> 187.26G.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. de origen impresivo, como βαβάζειν, [[βάβαλον]], etc.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[castañetear]], [[temblar]] ὁ δὲ ... τάρβησέν τε βαμβαίνων ... χλωρὸς ὑπαὶ τοῦ δέους <i>Il</i>.10.375, ἐβάμβαινεν ὑπὸ τοῦ δέους D.Chr.55.14, (βαμβαίνων) ὑπὸ τοῦ ψύχους Eust.<i>Op</i>.310.18, τὸ δὲ βαμβαίνειν, ὅ ἐστι συγκρούειν τοὺς ὀδόντας Eust.812.40, cf. Hsch., Sud., <i>EM</i> 187.26G.<br /><b class="num">2</b> de la voz o de los órganos articulatorios [[temblar]], [[balbucir]] βαμβαίνει με [[γλῶσσα]] Bio <i>Fr</i>.9.9, ἡ φωνή Them.<i>Or</i>.4.56a, χείλεα <i>AP</i> 5.273 (Agath.), τοῖς χείλεσιν Phot.β 55, Sud., <i>EM</i> 187.26G., cf. Procop.<i>Arc</i>.1.4.<br /><b class="num">3</b> [[dudar]], [[vacilar]] Hsch.ε 56, Sud., <i>EM</i> 187.26G.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. de origen impresivo, como βαβάζειν, [[βάβαλον]], etc.
}}
{{grml
|mltxt=[[βαμβαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τρέμω]] και χτυπούν τα δόντια μου<br /><b>2.</b> [[τραυλίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. ονοματοποιημένη λ., που συνδέεται με τα [[βαβάζω]], [[βαβαί]], [[βάβακος]] κ.ά. Η [[σημασία]] «κλονίζομαι, [[τρικλίζω]]» που αποδόθηκε παλαιότερα στη λ. δεν [[είναι]] τόσο εύστοχη, όπως [[επίσης]] και η υποστηριχθείσα [[σχέση]] της με το [[βαίνω]]].
}}
}}