3,277,121
edits
(7) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαμβαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τρέμω]] και χτυπούν τα δόντια μου<br /><b>2.</b> [[τραυλίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. ονοματοποιημένη λ., που συνδέεται με τα [[βαβάζω]], [[βαβαί]], [[βάβακος]] κ.ά. Η [[σημασία]] «κλονίζομαι, [[τρικλίζω]]» που αποδόθηκε παλαιότερα στη λ. δεν [[είναι]] τόσο εύστοχη, όπως [[επίσης]] και η υποστηριχθείσα [[σχέση]] της με το [[βαίνω]]]. | |mltxt=[[βαμβαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τρέμω]] και χτυπούν τα δόντια μου<br /><b>2.</b> [[τραυλίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. ονοματοποιημένη λ., που συνδέεται με τα [[βαβάζω]], [[βαβαί]], [[βάβακος]] κ.ά. Η [[σημασία]] «κλονίζομαι, [[τρικλίζω]]» που αποδόθηκε παλαιότερα στη λ. δεν [[είναι]] τόσο εύστοχη, όπως [[επίσης]] και η υποστηριχθείσα [[σχέση]] της με το [[βαίνω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βαμβαίνω:''' μόνο στον ενεστ., [[τρίζω]] τα δόντια μου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[τραυλίζω]], [[ψευδίζω]], [[ψελλίζω]], σε Βίωνα (ηχομιμ. [[λέξη]]). | |||
}} | }} |