Anonymous

βαμβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαμβαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τρέμω]] και χτυπούν τα δόντια μου<br /><b>2.</b> [[τραυλίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. ονοματοποιημένη λ., που συνδέεται με τα [[βαβάζω]], [[βαβαί]], [[βάβακος]] κ.ά. Η [[σημασία]] «κλονίζομαι, [[τρικλίζω]]» που αποδόθηκε παλαιότερα στη λ. δεν [[είναι]] τόσο εύστοχη, όπως [[επίσης]] και η υποστηριχθείσα [[σχέση]] της με το [[βαίνω]]].
|mltxt=[[βαμβαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τρέμω]] και χτυπούν τα δόντια μου<br /><b>2.</b> [[τραυλίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. ονοματοποιημένη λ., που συνδέεται με τα [[βαβάζω]], [[βαβαί]], [[βάβακος]] κ.ά. Η [[σημασία]] «κλονίζομαι, [[τρικλίζω]]» που αποδόθηκε παλαιότερα στη λ. δεν [[είναι]] τόσο εύστοχη, όπως [[επίσης]] και η υποστηριχθείσα [[σχέση]] της με το [[βαίνω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βαμβαίνω:''' μόνο στον ενεστ., [[τρίζω]] τα δόντια μου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[τραυλίζω]], [[ψευδίζω]], [[ψελλίζω]], σε Βίωνα (ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
}}