Anonymous

βαυκός: Difference between revisions

From LSJ
1,031 bytes added ,  29 September 2017
7
(big3_8)
(7)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όν<br />[[blando]], [[delicado]] βαυκά, μαλακά, τερπνά, τρυφερά Arar.9, cf. Phot.β 104, <i>EM</i> 192.20G., βαυκά· ἡδέα Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[estúpido]] Hsch.β 191.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. dud. Quizá rel. [[βαυκαλάω]] q.u. por vía pop. c. el sent. de ‘mimo’.
|dgtxt=-όν<br />[[blando]], [[delicado]] βαυκά, μαλακά, τερπνά, τρυφερά Arar.9, cf. Phot.β 104, <i>EM</i> 192.20G., βαυκά· ἡδέα Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[estúpido]] Hsch.β 191.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. dud. Quizá rel. [[βαυκαλάω]] q.u. por vía pop. c. el sent. de ‘mimo’.
}}
{{grml
|mltxt=[[βαυκός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[τρυφερός]], [[αβρός]], [[μαλακός]]<br /><b>2.</b> [[προσποιητός]], [[επιτηδευμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[βαυκός]], [[βαύκαλος]] [[καθώς]] και οι λέξεις που συνδέονται με αυτούς [[είναι]] δημώδεις και η [[ετυμολογία]] τους [[είναι]] δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο τ. [[βαύκαλος]] μαρτυρείται μόνο στο <i>Μέγα Ετυμολογικό</i> (192, 20) και μπορεί να προήλθε από το [[βαυκαλώ]], με υποχωρητικό σχηματισμό. Εξάλλου δεν [[είναι]] σαφές αν ο τ. [[βαύκαλος]] [[είναι]] παρεκτεταμένη [[μορφή]] του [[βαυκός]] ή αν το [[βαυκός]] [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[βαύκαλος]]].
}}
}}