3,273,446
edits
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαυκός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[τρυφερός]], [[αβρός]], [[μαλακός]]<br /><b>2.</b> [[προσποιητός]], [[επιτηδευμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[βαυκός]], [[βαύκαλος]] [[καθώς]] και οι λέξεις που συνδέονται με αυτούς [[είναι]] δημώδεις και η [[ετυμολογία]] τους [[είναι]] δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο τ. [[βαύκαλος]] μαρτυρείται μόνο στο <i>Μέγα Ετυμολογικό</i> (192, 20) και μπορεί να προήλθε από το [[βαυκαλώ]], με υποχωρητικό σχηματισμό. Εξάλλου δεν [[είναι]] σαφές αν ο τ. [[βαύκαλος]] [[είναι]] παρεκτεταμένη [[μορφή]] του [[βαυκός]] ή αν το [[βαυκός]] [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[βαύκαλος]]]. | |mltxt=[[βαυκός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[τρυφερός]], [[αβρός]], [[μαλακός]]<br /><b>2.</b> [[προσποιητός]], [[επιτηδευμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[βαυκός]], [[βαύκαλος]] [[καθώς]] και οι λέξεις που συνδέονται με αυτούς [[είναι]] δημώδεις και η [[ετυμολογία]] τους [[είναι]] δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο τ. [[βαύκαλος]] μαρτυρείται μόνο στο <i>Μέγα Ετυμολογικό</i> (192, 20) και μπορεί να προήλθε από το [[βαυκαλώ]], με υποχωρητικό σχηματισμό. Εξάλλου δεν [[είναι]] σαφές αν ο τ. [[βαύκαλος]] [[είναι]] παρεκτεταμένη [[μορφή]] του [[βαυκός]] ή αν το [[βαυκός]] [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[βαύκαλος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βαυκός:''' -ή, -όν, αυτός που προσποιείται, που χαϊδεύεται. | |||
}} | }} |