Anonymous

βέλτερος: Difference between revisions

From LSJ
7
(big3_8)
(7)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br />compar. de [[ἀγαθός]] q.u. [[mejor]] frec. neutr., c. o sin ἐστι e inf. [[es mejor]], [[es preferible]] βέλτερόν ἐστι ... θῆρας ἐναιρεῖν ... ἢ κρείσσοσιν ... μάχεσθαι mejor es matar fieras que enfrentarse a hombres más fuertes</i>, <i>Il</i>.21.485, cf. <i>Od</i>.17.18, βέλτερον ἢ ἀπολέσθαι ... ἠὲ βιῶναι es mejor morir que seguir viviendo</i>, <i>Il</i>.15.511, cf. <i>h.Merc</i>.170, A.R.4.1255, Q.S.9.524, 10.44<br /><b class="num">•</b>c.or. de inf. como primer término de la comparación τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν ἤ περ Ἀχαιούς es mejor que alguno de ellos participe, que no los aqueos</i>, <i>Il</i>.18.302<br /><b class="num">•</b>c. or. de rel. βέλτερον ὃς φεύγων προφύγῃ, κακὸν ἠὲ ἀλώῃ es preferible que el que huye escape al mal, a que sea cogido</i>, <i>Il</i>.14.81, no neutro ἐχθρὸς β. ἢ φίλος ὤν siendo mejor enemigo que amigo</i> Theogn.92<br /><b class="num">•</b>c. gen. como segundo término de la compar. βέλτερα τῶνδε πράσσειν A.<i>Th</i>.337, cf. <i>Supp</i>.1069, β. ἀλκήεντος ἔφυ σεσοφισμένος [[ἀνήρ]] Ps.Phoc.130<br /><b class="num">•</b>c. inf. pero sin segundo término de la compar. βέλτερον ... ἔριδι ξυνελαυνέμεν ὅττι τάχιστα <i>Il</i>.22.129, οἴκοι βέλτερον εἶναι, ἐπεὶ βλαβερὸν τὸ θύρηφιν Hes.<i>Op</i>.365, <i>h.Merc</i>.36, cf. A.R.2.338, βέλτερον, εἰ καὐτή περ ἐποιχομένη πόσιν εὗρεν [[ἄλλοθεν]] mejor si ella yendo fuera encontró marido en otro sitio</i>, <i>Od</i>.6.282, cf. A.R.1.254, v. tb. [[βελτίων]].<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Rel. ai. <i>bála</i>- ‘fuerza’, lat. <i>dēbilis</i>, aesl. <i>bolĭjĭ</i>, etc. c. un suf. -<i>teros</i> de compar.
|dgtxt=-α, -ον<br />compar. de [[ἀγαθός]] q.u. [[mejor]] frec. neutr., c. o sin ἐστι e inf. [[es mejor]], [[es preferible]] βέλτερόν ἐστι ... θῆρας ἐναιρεῖν ... ἢ κρείσσοσιν ... μάχεσθαι mejor es matar fieras que enfrentarse a hombres más fuertes</i>, <i>Il</i>.21.485, cf. <i>Od</i>.17.18, βέλτερον ἢ ἀπολέσθαι ... ἠὲ βιῶναι es mejor morir que seguir viviendo</i>, <i>Il</i>.15.511, cf. <i>h.Merc</i>.170, A.R.4.1255, Q.S.9.524, 10.44<br /><b class="num">•</b>c.or. de inf. como primer término de la comparación τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν ἤ περ Ἀχαιούς es mejor que alguno de ellos participe, que no los aqueos</i>, <i>Il</i>.18.302<br /><b class="num">•</b>c. or. de rel. βέλτερον ὃς φεύγων προφύγῃ, κακὸν ἠὲ ἀλώῃ es preferible que el que huye escape al mal, a que sea cogido</i>, <i>Il</i>.14.81, no neutro ἐχθρὸς β. ἢ φίλος ὤν siendo mejor enemigo que amigo</i> Theogn.92<br /><b class="num">•</b>c. gen. como segundo término de la compar. βέλτερα τῶνδε πράσσειν A.<i>Th</i>.337, cf. <i>Supp</i>.1069, β. ἀλκήεντος ἔφυ σεσοφισμένος [[ἀνήρ]] Ps.Phoc.130<br /><b class="num">•</b>c. inf. pero sin segundo término de la compar. βέλτερον ... ἔριδι ξυνελαυνέμεν ὅττι τάχιστα <i>Il</i>.22.129, οἴκοι βέλτερον εἶναι, ἐπεὶ βλαβερὸν τὸ θύρηφιν Hes.<i>Op</i>.365, <i>h.Merc</i>.36, cf. A.R.2.338, βέλτερον, εἰ καὐτή περ ἐποιχομένη πόσιν εὗρεν [[ἄλλοθεν]] mejor si ella yendo fuera encontró marido en otro sitio</i>, <i>Od</i>.6.282, cf. A.R.1.254, v. tb. [[βελτίων]].<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Rel. ai. <i>bála</i>- ‘fuerza’, lat. <i>dēbilis</i>, aesl. <i>bolĭjĭ</i>, etc. c. un suf. -<i>teros</i> de compar.
}}
{{grml
|mltxt=[[βέλτερος]], -α, -ον <b>(ποιητ.)</b> (Α)<br />συγκρ. του [[αγαθός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Του επίθ. [[αγαθός]] υπάρχουν δύο διακεκριμένοι μορφολογικά τύποι συγκριτικού βαθμού ([[βελτίων]] και [[βέλτερος]]) [[καθώς]] και υπερθετικού ([[βέλτιστος]] και [[βέλτατος]]) που προσπάθησαν να τους συνδέσουν όλους με το [[βούλομαι]]. Τη [[σύνδεση]] όμως αυτή εμποδίζει το αρχικά <i>β</i>-, το οποίο [[ούτε]] ως αιολικό ερμηνεύεται, εξαιτίας της [[μεγάλης]] του διαδόσεως, [[ούτε]] σε χειλοϋπερωικό μπορεί να αναχθεί, όπως συμβαίνει στο [[βούλομαι]] (<span style="color: red;"><</span> ινδοευρ. <i>g</i><sup>w</sup><i>el</i>-, <i>g</i><sup>w</sup><i>ol</i>-). Υποστηρίχτηκε εξάλλου η ύπαρξη ενός τ. [[βελτός]] «[[ποθητός]]», ο [[οποίος]] προσέλαβε αργότερα συγκριτική [[σημασία]] «[[προτιμότερος]], [[καλύτερος]]», [[πράγμα]] που οδήγησε και στον μορφολογικό σχηματισμό του συγκριτικού με τους τύπους [[βέλτερος]] και [[βελτίων]] και στη [[συνέχεια]] του υπερθετικού [[βέλτατος]] και [[βέλτιστος]]. Τέλος, όλοι αυτοί οι τ. ανάγονται πιθ. σε [[ρίζα]] <i>bel</i>- «[[δυνατός]]» και συνδέονται με αρχ. ινδ. <i>balam</i> «[[δύναμη]]», λατ. <i>d</i><i>ē</i><i>bilis</i> «[[αδύνατος]]» κ.ά. Στην [[περίπτωση]] αυτή ο τ. [[βελτίων]] προήλθε από θ. <i>βελτ</i>-, που με τη [[σειρά]] του θα έχει προέλθει από λανθασμένη [[τμήση]] του τ. [[βέλτερος]]. Ο τ. [[βέλτερος]] απαντά στον Όμηρο στο ουδ. <i>βέλτερον</i> (<i>ἐστι</i>)... [[καθώς]] και στους μεταγενέστερους ποιητές (Θέογνι, Αισχύλο <b>κ.ά.</b>), ενώ οι τ. [[βελτίων]], [[βέλτιστος]] [[είναι]] άγνωστοι στον Όμηρο και συνήθεις στην Ιωνική-Αττική].
}}
}}