3,277,218
edits
(7) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βέλτερος]], -α, -ον <b>(ποιητ.)</b> (Α)<br />συγκρ. του [[αγαθός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Του επίθ. [[αγαθός]] υπάρχουν δύο διακεκριμένοι μορφολογικά τύποι συγκριτικού βαθμού ([[βελτίων]] και [[βέλτερος]]) [[καθώς]] και υπερθετικού ([[βέλτιστος]] και [[βέλτατος]]) που προσπάθησαν να τους συνδέσουν όλους με το [[βούλομαι]]. Τη [[σύνδεση]] όμως αυτή εμποδίζει το αρχικά <i>β</i>-, το οποίο [[ούτε]] ως αιολικό ερμηνεύεται, εξαιτίας της [[μεγάλης]] του διαδόσεως, [[ούτε]] σε χειλοϋπερωικό μπορεί να αναχθεί, όπως συμβαίνει στο [[βούλομαι]] (<span style="color: red;"><</span> ινδοευρ. <i>g</i><sup>w</sup><i>el</i>-, <i>g</i><sup>w</sup><i>ol</i>-). Υποστηρίχτηκε εξάλλου η ύπαρξη ενός τ. [[βελτός]] «[[ποθητός]]», ο [[οποίος]] προσέλαβε αργότερα συγκριτική [[σημασία]] «[[προτιμότερος]], [[καλύτερος]]», [[πράγμα]] που οδήγησε και στον μορφολογικό σχηματισμό του συγκριτικού με τους τύπους [[βέλτερος]] και [[βελτίων]] και στη [[συνέχεια]] του υπερθετικού [[βέλτατος]] και [[βέλτιστος]]. Τέλος, όλοι αυτοί οι τ. ανάγονται πιθ. σε [[ρίζα]] <i>bel</i>- «[[δυνατός]]» και συνδέονται με αρχ. ινδ. <i>balam</i> «[[δύναμη]]», λατ. <i>d</i><i>ē</i><i>bilis</i> «[[αδύνατος]]» κ.ά. Στην [[περίπτωση]] αυτή ο τ. [[βελτίων]] προήλθε από θ. <i>βελτ</i>-, που με τη [[σειρά]] του θα έχει προέλθει από λανθασμένη [[τμήση]] του τ. [[βέλτερος]]. Ο τ. [[βέλτερος]] απαντά στον Όμηρο στο ουδ. <i>βέλτερον</i> (<i>ἐστι</i>)... [[καθώς]] και στους μεταγενέστερους ποιητές (Θέογνι, Αισχύλο <b>κ.ά.</b>), ενώ οι τ. [[βελτίων]], [[βέλτιστος]] [[είναι]] άγνωστοι στον Όμηρο και συνήθεις στην Ιωνική-Αττική]. | |mltxt=[[βέλτερος]], -α, -ον <b>(ποιητ.)</b> (Α)<br />συγκρ. του [[αγαθός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Του επίθ. [[αγαθός]] υπάρχουν δύο διακεκριμένοι μορφολογικά τύποι συγκριτικού βαθμού ([[βελτίων]] και [[βέλτερος]]) [[καθώς]] και υπερθετικού ([[βέλτιστος]] και [[βέλτατος]]) που προσπάθησαν να τους συνδέσουν όλους με το [[βούλομαι]]. Τη [[σύνδεση]] όμως αυτή εμποδίζει το αρχικά <i>β</i>-, το οποίο [[ούτε]] ως αιολικό ερμηνεύεται, εξαιτίας της [[μεγάλης]] του διαδόσεως, [[ούτε]] σε χειλοϋπερωικό μπορεί να αναχθεί, όπως συμβαίνει στο [[βούλομαι]] (<span style="color: red;"><</span> ινδοευρ. <i>g</i><sup>w</sup><i>el</i>-, <i>g</i><sup>w</sup><i>ol</i>-). Υποστηρίχτηκε εξάλλου η ύπαρξη ενός τ. [[βελτός]] «[[ποθητός]]», ο [[οποίος]] προσέλαβε αργότερα συγκριτική [[σημασία]] «[[προτιμότερος]], [[καλύτερος]]», [[πράγμα]] που οδήγησε και στον μορφολογικό σχηματισμό του συγκριτικού με τους τύπους [[βέλτερος]] και [[βελτίων]] και στη [[συνέχεια]] του υπερθετικού [[βέλτατος]] και [[βέλτιστος]]. Τέλος, όλοι αυτοί οι τ. ανάγονται πιθ. σε [[ρίζα]] <i>bel</i>- «[[δυνατός]]» και συνδέονται με αρχ. ινδ. <i>balam</i> «[[δύναμη]]», λατ. <i>d</i><i>ē</i><i>bilis</i> «[[αδύνατος]]» κ.ά. Στην [[περίπτωση]] αυτή ο τ. [[βελτίων]] προήλθε από θ. <i>βελτ</i>-, που με τη [[σειρά]] του θα έχει προέλθει από λανθασμένη [[τμήση]] του τ. [[βέλτερος]]. Ο τ. [[βέλτερος]] απαντά στον Όμηρο στο ουδ. <i>βέλτερον</i> (<i>ἐστι</i>)... [[καθώς]] και στους μεταγενέστερους ποιητές (Θέογνι, Αισχύλο <b>κ.ά.</b>), ενώ οι τ. [[βελτίων]], [[βέλτιστος]] [[είναι]] άγνωστοι στον Όμηρο και συνήθεις στην Ιωνική-Αττική]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βέλτερος:''' -α, -ον, ποιητ. συγκρ. του [[ἀγαθός]], [[καλύτερος]], περισσότερο [[διαπρεπής]]· <i>βέλτερόν</i> (<i>ἐστι</i>), είναι καλύτερο (απρόσωπη [[έκφραση]] που συντάσσεται με απαρ.)· με απαρ. και δοτ. προσωπική, σε Όμηρ., Θέογν., Αισχύλ., κ.λπ.· από όπου, υπερθ. [[βέλτατος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, στον ίδ. (πιθ. από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με το [[βούλομαι]]). | |||
}} | }} |