Anonymous

γηοῦχος: Difference between revisions

From LSJ
8
(6_15)
(8)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γηοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων, κατέχων γῆν, Εὐστ. 1392. 23, πρβλ. γαιήοχος.
|lstext='''γηοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων, κατέχων γῆν, Εὐστ. 1392. 23, πρβλ. γαιήοχος.
}}
{{grml
|mltxt=γηοῡχος, -ον (Μ)<br />αυτός που έχει γη, ο [[ιδιοκτήτης]] γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ούχος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>].
}}
}}