Anonymous

γευστός: Difference between revisions

From LSJ
8
(Bailly1_1)
(8)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />dont on peut goûter.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[γεύω]].
|btext=ή, όν :<br />dont on peut goûter.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[γεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[γευστός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να γευθεί, να δοκιμάσει ή να φάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[γευστός]] [[είναι]] μτγν. και προήλθε από το σύνθετο [[άγευστος]]].
}}
}}