Anonymous

γευστός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(8)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γευστός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να γευθεί, να δοκιμάσει ή να φάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[γευστός]] [[είναι]] μτγν. και προήλθε από το σύνθετο [[άγευστος]]].
|mltxt=[[γευστός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να γευθεί, να δοκιμάσει ή να φάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[γευστός]] [[είναι]] μτγν. και προήλθε από το σύνθετο [[άγευστος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''γευστός:''' имеющий вкус или ощущаемый на вкус (γ. καὶ [[ἄγευστος]] Arst.).
}}
}}