3,273,762
edits
(6_10) |
(8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γλώξ''': ἡ, εὕρηται μόνον κατὰ πληθ. γλῶχες, ὁ «ἀθέρας», τὸ [[γένειον]] τοῦ στάχυος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 398. (Συγγενὲς τῷ γλωχίν.) | |lstext='''γλώξ''': ἡ, εὕρηται μόνον κατὰ πληθ. γλῶχες, ὁ «ἀθέρας», τὸ [[γένειον]] τοῦ στάχυος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 398. (Συγγενὲς τῷ γλωχίν.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γλώξ]] η (Α)<br />(μόνο πληθ.) <i>αἱ γλῶχες</i><br />το [[γένι]] του σταχιού, το [[άγανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μαρτυρείται [[άπαξ]] στον πληθ. και αποτελεί τον πρωταρχικό τ. από τον οποίο προέρχονται τα [[γλώσσα]], [[γλωχίν]]. Η [[σύνδεση]] με αρχ. σλαβ. <i>glogŭ</i> «[[αγκάθι]]» αμφισβητείται]. | |||
}} | }} |