3,274,216
edits
(8) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γλώξ]] η (Α)<br />(μόνο πληθ.) <i>αἱ γλῶχες</i><br />το [[γένι]] του σταχιού, το [[άγανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μαρτυρείται [[άπαξ]] στον πληθ. και αποτελεί τον πρωταρχικό τ. από τον οποίο προέρχονται τα [[γλώσσα]], [[γλωχίν]]. Η [[σύνδεση]] με αρχ. σλαβ. <i>glogŭ</i> «[[αγκάθι]]» αμφισβητείται]. | |mltxt=[[γλώξ]] η (Α)<br />(μόνο πληθ.) <i>αἱ γλῶχες</i><br />το [[γένι]] του σταχιού, το [[άγανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μαρτυρείται [[άπαξ]] στον πληθ. και αποτελεί τον πρωταρχικό τ. από τον οποίο προέρχονται τα [[γλώσσα]], [[γλωχίν]]. Η [[σύνδεση]] με αρχ. σλαβ. <i>glogŭ</i> «[[αγκάθι]]» αμφισβητείται]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γλώξ:''' ἡ, μόνο στον πληθ. <i>γλῶχες</i>, τα «[[μουστάκια]]» του καλαμποκιού, σε Ησίοδ. (συγγενές προς το [[γλωχίν]]). | |||
}} | }} |