Anonymous

δάος: Difference between revisions

From LSJ
1,430 bytes added ,  29 September 2017
8
(big3_10)
(8)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=frig. λύκος Hsch.<br />-ου, ὁ [[antorcha]], <i>JHS</i> 32.1912.163.3 (III d.C.). < [[δάος]] [[δάος]]· > [[δάος]], -εος, τό<br /><b class="num">1</b> [[antorcha]], <i>Il</i>.24.647, <i>Od</i>.4.300, Q.S.9.454.<br /><b class="num">2</b> [[madera resinosa]], [[trozo de madera resinosa]]de la que se extrae la pez ὑποτμήγων λιπαρὸν δ. Q.S.9.454.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *δάϝος < *<i>d°H<sup>u̯</sup>2os</i>, cf. 1 [[δαίω]].
|dgtxt=frig. λύκος Hsch.<br />-ου, ὁ [[antorcha]], <i>JHS</i> 32.1912.163.3 (III d.C.). < [[δάος]] [[δάος]]· > [[δάος]], -εος, τό<br /><b class="num">1</b> [[antorcha]], <i>Il</i>.24.647, <i>Od</i>.4.300, Q.S.9.454.<br /><b class="num">2</b> [[madera resinosa]], [[trozo de madera resinosa]]de la que se extrae la pez ὑποτμήγων λιπαρὸν δ. Q.S.9.454.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *δάϝος < *<i>d°H<sup>u̯</sup>2os</i>, cf. 1 [[δαίω]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δάος]], -ον (Μ)<br /><b>1.</b> (για άλογα) γρήγορος («ἦταν [[δάος]] ὁ μαῡρος του», <i>Διγενής</i>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) [[άλογο]] («[[πάλιν]] ἐκαβαλίκευσεν καὶ παίζει τον τὸν δάον»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἄλογα τοῡ δάου» — [[γρήγορα]] άλογα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τον Ησύχιο παραδίδεται [[δάος]] «[[λύκος]]» (Φρύγες). Λύκοι όμως ονομάζονταν και οι σιδηρές αιχμές στα χαλινάρια τών σκληροτράχηλων αλόγων. Έτσι ο Ησύχιος χρησιμοποίησε τη λ. [[δάος]] συνεκδοχικά με τη σημ. <i>αγγάριος</i> («ταχυδρομικό [[άλογο]]»). Για τους λόγους αυτούς υποστηρίχθηκε ότι η μσν. λ. [[δάος]] [[είναι]] η λ. του Ησυχίου, ενώ άλλοι υπέθεσαν ότι προήλθε από τουρκ. <i>dagh</i>].———————— <b>(II)</b><br />δᾷος, -α, -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[δήιος]].———————— <b>(III)</b><br />[[δάος]] (δάεος), το (Α) [[δαίω]]<br />[[δάδα]], [[πυρσός]].
}}
}}