δάος
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
English (LSJ)
[ᾰ], εος, τό, (δαίω)
A = δαΐς, δαλός, firebrand, torch, Il.24.647, Od.4.300, Q.S.9.454:—also δάος, ὁ, JHS32.163 (iii A.D.).
II Phryg., = λύκος, Hsch.
Spanish (DGE)
frig. λύκος Hsch.
-ου, ὁ antorcha, JHS 32.1912.163.3 (III d.C.). < δάος δάος· > δάος, -εος, τό
1 antorcha, Il.24.647, Od.4.300, Q.S.9.454.
2 madera resinosa, trozo de madera resinosa de la que se extrae la pez ὑποτμήγων λιπαρὸν δ. Q.S.9.454.
• Etimología: De *δάϝος < *d°Hu̯2os, cf. 1 δαίω.
German (Pape)
[Seite 522] τό, Feuerbrand, Fackel; entstanden aus λα'Fοσ, von δαίω »brennen«; vgl. δαΐς, δαλός. Homer hat δάος fünfmal: δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι (ἔχουσα) Odyss. 4, 300. 7, 339. 22, 497. 23, 294 Iliad. 24, 647. – Qu. Sm 9, 454.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
torche, flambeau.
Étymologie: δαίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δάος -ους, zonder contr. -εος, τό [δαίω] fakkel, toorts.
Russian (Dvoretsky)
δάος: εος (ᾰ) τό факел Hom.
English (Autenrieth)
τὀ (δαί Od. 24.1): firebrand, torch. (See cut.)
Greek Monolingual
(I)
δάος, -ον (Μ)
1. (για άλογα) γρήγορος («ἦταν δάος ὁ μαῡρος του», Διγενής)
2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) άλογο («πάλιν ἐκαβαλίκευσεν καὶ παίζει τον τὸν δάον»)
3. φρ. «ἄλογα τοῦ δάου» — γρήγορα άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Ησύχιο παραδίδεται δάος «λύκος» (Φρύγες). Λύκοι όμως ονομάζονταν και οι σιδηρές αιχμές στα χαλινάρια τών σκληροτράχηλων αλόγων. Έτσι ο Ησύχιος χρησιμοποίησε τη λ. δάος συνεκδοχικά με τη σημ. αγγάριος («ταχυδρομικό άλογο»). Για τους λόγους αυτούς υποστηρίχθηκε ότι η μσν. λ. δάος είναι η λ. του Ησυχίου, ενώ άλλοι υπέθεσαν ότι προήλθε από τουρκ. dagh].
(II)
δᾷος, -α, -ον (Α)
βλ. δήιος.
(III)
δάος (δάεος), το (Α) δαίω
δάδα, πυρσός.
Greek Monotonic
δάος: [ᾰ]εος τό (δαίω Α), φλεγόμενος δαυλός, πυρσός, δάδα, φλόγα, λαμπάδα, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
δάος: [ᾰ], εος, τό, (δαίω, συγγενὲς τῷ φάος) = δαΐς, δαλός, ξύλον ἡμίκαυστον, Ὅμ., ἴδε ἐν Ὀδ., π.χ. Δ. 300.
Frisk Etymological English
See also: s. δαίω.
Middle Liddell
[δαίω1]
a firebrand, torch, Hom.
Frisk Etymology German
δάος: {dáos}
See also: s. δαίω.
Page 1,347
Translations
torch
Aklanon: sueo'; Albanian: pishtar; Arabic: مَشْعَل, شُعْلَة; Aragonese: tieda; Armenian: ջահ; Asturian: antorcha; Azerbaijani: məşəl; Basque: lastargi, zuzi; Belarusian: паходня, факел; Bengali: মশাল; Bulgarian: факел, факла; Burmese: မီးတိုင်, မီးအိမ်, မီးတုတ်; Catalan: teia, torxa; Cebuano: sulo; Chinese Cantonese: 火把, 火炬; Hokkien: 火炬; Mandarin: 薪火, 火炬; Czech: pochodeň; Danish: fakkel; Dutch: toorts, fakkel; Esperanto: torĉo; Estonian: tõrvik; Etruscan: 𐌚𐌀𐌂𐌄 class inanimate; Fijian: cina; Finnish: soihtu; French: torche, flambeau; Galician: facha; Georgian: ჩირაღდანი, მაშხალა; German: Fackel; Gothic: 𐍃𐌺𐌴𐌹𐌼𐌰, 𐌷𐌰𐌹𐍃; Greek: δαυλός, πυρσός; Ancient Greek: αἴγλη, Βάκχος, γραβδίς, γράβιον, δαβελός, δᾳδίον, δαελός, δαΐς, δαλός, δάος, δᾷς, δαυλός, δέλετρον, δετή, δέτις, ἐλάνη, ἑλένη, κανδήλη, κηρίων, λαμπάς, λάμπη, λαμπτήρ, λοφνία, λοφνίδιον, λοφνίς, πανός, πεύκη, πυρσός, φανή, φανίον, φανός; Hebrew: אֲבוּקָה; Hindi: मशाल, टॉर्च; Hungarian: fáklya; Icelandic: kyndill; Ido: torcho; Indonesian: obor; Interlingua: torcha; Irish: tóirse, trilseán, lóchrann, breo, beo; Italian: fiaccola, torcia; Japanese: 松明, トーチ; Kazakh: алау, факел; Khmer: ចន្លុះ; Korean: 횃불; Kurdish Central Kurdish: چۆڵەچِرا, شاپِڵیتە, مەشخەڵ; Northern Kurdish: meşale; Kyrgyz: факел, шамана; Lao: ທວນ, ທວນໄຟ, ກະບອງ; Latin: fax, taeda, facula; Latvian: lāpa; Lithuanian: deglas; Luxembourgish: Fakel; Macedonian: факел, факла; Malay: jamung, obor; Maori: kāpara, ngāpara, tōroherohe; Minangkabau: suluah; Mongolian Cyrillic: бамбар; Mongolian: ᠪᠠᠮᠪᠠᠷ; Norwegian Bokmål: fakkel; Nynorsk: fakkel; Old East Slavic: свѣтꙑчь; Old English: blase, speld; Pashto: مشعل; Persian: مَشْعَل, روشنک sg, هموخ sg; Plautdietsch: Fachel, Fiastock; Polish: pochodnia, żagiew, łuczywo; Portuguese: tocha; Romanian: torță, făclie, fachie; Russian: факел, светоч; Scottish Gaelic: lòchran, toirds; Serbo-Croatian Cyrillic: ба̏кља, бу̀ктиња; Roman: bȁklja, bùktinja; Slovak: fakľa; Slovene: bakla; Spanish: antorcha; Swahili: mwenge; Swedish: bloss, fackla; Tagalog: sulô; Tajik: машъал, машъала, сироҷ; Tarifit: asfeḍ; Tatar: факел; Thai: คบ, ไต้; Turkish: meşale; Turkmen: fakel; Ukrainian: смолоскип, факел; Urdu: مَشْعَل, ٹارْچ; Uyghur: مەشئەل; Uzbek: mashʼal, mashʼala, fakel; Vietnamese: đuốc, ngọn đuốc; Welsh: ffagl, tors, pentewyn; Yiddish: שטורקאַץ