Anonymous

δειλιάζω: Difference between revisions

From LSJ
8
(big3_10)
 
(8)
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[quedarse pasmado]]glos. a κατατεθήπειν Hsch.
|dgtxt=[[quedarse pasmado]]glos. a κατατεθήπειν Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=(Μ [[δειλιάζω]])<br />κατέχομαι από φόβο για [[κάτι]], [[διστάζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («δειλιάζετε σε πόλεμον να βγήτε»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να δειλιάσει («[[τίποτε]] δεν με δειλιάζει»)<br /><b>2.</b> [[αποκάμνω]], κουράζομαι («τα χέρια μου αναδεύονται [[ακόμη]] δειλιασμένα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εδειλίασα</i>, αόρ. του αρχ. [[δειλιώ]]].
}}
}}