Anonymous

δαμαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
8
(SL_1)
(8)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[δαμαλίζω]] v. καταδαμαλίζω.
|sltr=[[δαμαλίζω]] v. καταδαμαλίζω.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εμβολιάζω]] με [[δαμαλίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου<br />(<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>vaccinate</i>). Η [[λέξη]] μαρτυρείται από το 1864 στον Λουκ. Ι. Καραλίβανο].———————— <b>(II)</b><br />[[δαμαλίζω]] (Α) [[δαμάλης]]<br />[[δαμάζω]] (ατίθασα άλογα).
}}
}}