Anonymous

δαμαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εμβολιάζω]] με [[δαμαλίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου<br />(<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>vaccinate</i>). Η [[λέξη]] μαρτυρείται από το 1864 στον Λουκ. Ι. Καραλίβανο].———————— <b>(II)</b><br />[[δαμαλίζω]] (Α) [[δαμάλης]]<br />[[δαμάζω]] (ατίθασα άλογα).
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εμβολιάζω]] με [[δαμαλίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου<br />(<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>vaccinate</i>). Η [[λέξη]] μαρτυρείται από το 1864 στον Λουκ. Ι. Καραλίβανο].———————— <b>(II)</b><br />[[δαμαλίζω]] (Α) [[δαμάλης]]<br />[[δαμάζω]] (ατίθασα άλογα).
}}
{{lsm
|lsmtext='''δᾰμᾰλίζω:''' ποιητ. [[τύπος]] του [[δαμάζω]], [[τιθασεύω]], [[εξημερώνω]], [[υποτάσσω]], [[δαμάζω]] (ό,τι και στη Ν.Ε.) — Μέσ., σε Ευρ.
}}
}}