Anonymous

διακναίω: Difference between revisions

From LSJ
9
(big3_11)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[desgarrar]], [[hacer pedazos]], [[destrozar]] ὄψιν ref. al ojo del Cíclope, E.<i>Cyc</i>.486, ψόφοι διακναίουσι καὶ τῶν ἀψύχων σωμάτων τοὺς ὄγκους Arist.<i>Cael</i>.290<sup>b</sup>34, cf. 291<sup>a</sup>22, en v. pas. διακναιομένης τ' ἐν προτελείοις κάμακος de una lanza, A.<i>A</i>.65, πόλις τάλαινα διακναισθήσεται Ar.<i>Pax</i> 251<br /><b class="num">•</b>fig. ref. a la interpretación teatral [[destrozar]] μὴ διακναίσῃ τοὺς προλόγους ἡμῶν Ar.<i>Ra</i>.1228, διακέκναικ' αἴσχιστα Pherecr.155.20, διέκναισ' Ὀρέστην destrozó el Orestes (de Eurípides)</i>, Stratt.1.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[consumir]], [[desgastar]] abs. ἡ ἀσιτίη διακναίει la falta de alimentación consume</i> Hp.<i>Morb</i>.1.13, en v. pas. c. ac. rel. τὸ χρῶμα διακεκναισμένος que se ha quedado pálido</i> Ar.<i>Nu</i>.120<br /><b class="num">•</b>fig. c. suj. de abstr. y ac. de pers. [[consumir]], [[atormentar]] πόθος ... με διακναίσας ἔχει Ar.<i>Ec</i>.957, μία δ' ἀμφοτέρους [[ἄτη]] πατέρων διέκναισεν E.<i>El</i>.1307, abs. ἀνθρώπων γνῶμαι ... δυσάρεστοι διέκναισαν E.<i>IA</i> 27, τὸ σῶμα καὶ τὰς ψυχὰς αὐτῶν διακναίοντες ψευδεργίᾳ καὶ ψευδολογίᾳ Clem.Al.<i>Paed</i>.3.4.27, en v. pas. αἰκείαισιν διακναιόμενος siendo atormentado por los ultrajes</i> A.<i>Pr</i>.94, τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων cuando los buenos sufren</i> E.<i>Alc</i>.109, cf. Hsch., c. ac. rel. διακναιόμενος καὶ διεσθιόμενος τὴν ψυχήν Ph.2.541.<br /><b class="num">II</b> en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[desgarrarse]] ἡ δὲ νοῦσος γίνεται μάλιστα, ἢν ἐν αὐτῇσί τι διακναισθῇ Hp.<i>Mul</i>.2.120.<br /><b class="num">2</b> [[frotarse]], [[restregarse]] (ἀθληταί) ῥοδοδάφναις [[ἐνίοτε]] τὰ νῶτα διακναίονται Gal.1.29.
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[desgarrar]], [[hacer pedazos]], [[destrozar]] ὄψιν ref. al ojo del Cíclope, E.<i>Cyc</i>.486, ψόφοι διακναίουσι καὶ τῶν ἀψύχων σωμάτων τοὺς ὄγκους Arist.<i>Cael</i>.290<sup>b</sup>34, cf. 291<sup>a</sup>22, en v. pas. διακναιομένης τ' ἐν προτελείοις κάμακος de una lanza, A.<i>A</i>.65, πόλις τάλαινα διακναισθήσεται Ar.<i>Pax</i> 251<br /><b class="num">•</b>fig. ref. a la interpretación teatral [[destrozar]] μὴ διακναίσῃ τοὺς προλόγους ἡμῶν Ar.<i>Ra</i>.1228, διακέκναικ' αἴσχιστα Pherecr.155.20, διέκναισ' Ὀρέστην destrozó el Orestes (de Eurípides)</i>, Stratt.1.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[consumir]], [[desgastar]] abs. ἡ ἀσιτίη διακναίει la falta de alimentación consume</i> Hp.<i>Morb</i>.1.13, en v. pas. c. ac. rel. τὸ χρῶμα διακεκναισμένος que se ha quedado pálido</i> Ar.<i>Nu</i>.120<br /><b class="num">•</b>fig. c. suj. de abstr. y ac. de pers. [[consumir]], [[atormentar]] πόθος ... με διακναίσας ἔχει Ar.<i>Ec</i>.957, μία δ' ἀμφοτέρους [[ἄτη]] πατέρων διέκναισεν E.<i>El</i>.1307, abs. ἀνθρώπων γνῶμαι ... δυσάρεστοι διέκναισαν E.<i>IA</i> 27, τὸ σῶμα καὶ τὰς ψυχὰς αὐτῶν διακναίοντες ψευδεργίᾳ καὶ ψευδολογίᾳ Clem.Al.<i>Paed</i>.3.4.27, en v. pas. αἰκείαισιν διακναιόμενος siendo atormentado por los ultrajes</i> A.<i>Pr</i>.94, τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων cuando los buenos sufren</i> E.<i>Alc</i>.109, cf. Hsch., c. ac. rel. διακναιόμενος καὶ διεσθιόμενος τὴν ψυχήν Ph.2.541.<br /><b class="num">II</b> en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[desgarrarse]] ἡ δὲ νοῦσος γίνεται μάλιστα, ἢν ἐν αὐτῇσί τι διακναισθῇ Hp.<i>Mul</i>.2.120.<br /><b class="num">2</b> [[frotarse]], [[restregarse]] (ἀθληταί) ῥοδοδάφναις [[ἐνίοτε]] τὰ νῶτα διακναίονται Gal.1.29.
}}
{{grml
|mltxt=[[διακναίω]] (Α) [[κναίω]]<br /><b>1.</b> [[ξύνω]], [[αφανίζω]]<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]]<br /><b>3.</b> (το παθ.) <i>διακναίομαι</i><br />α) σπαράσσομαι<br />β) καταστρέφομαι.
}}
}}