διακναίω
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
A scrape away or grate away, ὄψιν δ. gouge out his eye, E.Cyc. 487 (lyr.):—Pass., to be lacerated, Hp.Mul.2.120; διακναιομένης κάμακος the spear being shivered, A.Ag.65 (anap.).
2 wear out, wear away, ἡ ἀσιτίη δ. Hp.Morb.1.13; πόθος μ' ἔχει διακναίσας Ar.Ec.957, cf.E.IA27 (lyr.), Heracl.296 (lyr.); δ. Ὀρέστην murder Orestes (i.e. the character, by bad acting), Stratt.1:—Pass., to be worn quite away, be destroyed, αἰκίαις, μόχθοις, A.Pr.94,541 (lyr.), cf. E.Med. 164 (lyr.), Alc.109 (lyr.); πόλις διακναισθήσεται Ar.Pax251; τὸ χρῶμα διακεκναισμένος with all one's colour scraped off, Id.Nu.120.
Spanish (DGE)
I tr.
1 desgarrar, hacer pedazos, destrozar ὄψιν ref. al ojo del Cíclope, E.Cyc.486, ψόφοι διακναίουσι καὶ τῶν ἀψύχων σωμάτων τοὺς ὄγκους Arist.Cael.290b34, cf. 291a22, en v. pas. διακναιομένης τ' ἐν προτελείοις κάμακος de una lanza, A.A.65, πόλις τάλαινα διακναισθήσεται Ar.Pax 251
•fig. ref. a la interpretación teatral destrozar μὴ διακναίσῃ τοὺς προλόγους ἡμῶν Ar.Ra.1228, διακέκναικ' αἴσχιστα Pherecr.155.20, διέκναισ' Ὀρέστην destrozó el Orestes (de Eurípides), Stratt.1.
2 de pers. consumir, desgastar abs. ἡ ἀσιτίη διακναίει la falta de alimentación consume Hp.Morb.1.13, en v. pas. c. ac. rel. τὸ χρῶμα διακεκναισμένος que se ha quedado pálido Ar.Nu.120
•fig. c. suj. de abstr. y ac. de pers. consumir, atormentar πόθος ... με διακναίσας ἔχει Ar.Ec.957, μία δ' ἀμφοτέρους ἄτη πατέρων διέκναισεν E.El.1307, abs. ἀνθρώπων γνῶμαι ... δυσάρεστοι διέκναισαν E.IA 27, τὸ σῶμα καὶ τὰς ψυχὰς αὐτῶν διακναίοντες ψευδεργίᾳ καὶ ψευδολογίᾳ Clem.Al.Paed.3.4.27, en v. pas. αἰκείαισιν διακναιόμενος siendo atormentado por los ultrajes A.Pr.94, τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων cuando los buenos sufren E.Alc.109, cf. Hsch., c. ac. rel. διακναιόμενος καὶ διεσθιόμενος τὴν ψυχήν Ph.2.541.
II en v. med.-pas.
1 desgarrarse ἡ δὲ νοῦσος γίνεται μάλιστα, ἢν ἐν αὐτῇσί τι διακναισθῇ Hp.Mul.2.120.
2 frotarse, restregarse (ἀθληταί) ῥοδοδάφναις ἐνίοτε τὰ νῶτα διακναίονται Gal.1.29.
German (Pape)
[Seite 582] zerschaben, zerreiben, zersplittern, übh. zerstören; ὄψιν Eur. Cycl. 487; Alc. 108 u. öfter; διακναιομένης κάμακος Aesch. Ag. 65; ἡ πόλις διακναισθήσεται, Schol. διαφθαρήσεται, Ar. Pax 251; τὸ χρῶμα διακεκναισμένος, abgeschabt, bleich, Nubb. 119; πόθος μ' ἔχει διακναίσας, verzehrt mich, Eccl. 956.
French (Bailly abrégé)
1 déchirer;
2 déchirer comme avec les ongles ; faire une déchirure cuisante.
Étymologie: διά, κνάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-κναίω wegschrapen, vernielen:; διακναιομένης... κάμακος terwijl de schacht (van de speer) versplinterde Aeschl. Ag. 65; ὄψιν διακναίσει (de fakkel) zal zijn oog vernietigen Eur. Cycl. 486; overdr.. πόθος... με διακναίσας ἔχει een verlangen heeft mij kapot gemaakt Aristoph. Eccl. 957; ἵνα μὴ διακναίσῃ τοὺς προλόγους ἡμῶν opdat hij onze prologen niet kapot maakt Aristoph. Ran. 1228.
Russian (Dvoretsky)
διακναίω:
1 стирать до основания, разбивать, разламывать, разрушать (λίθους Arst.; κάμαξ διακναιομένη Aesch.; πόλις διακναισθήσεται Arph.): δ. ὄψιν Eur. выкалывать глаза;
2 мучить, изводить (πόθος μ᾽ ἔχει διακναίσας Eur., Arph.; μυρίοις μόχθοις διακναιόμενος Aesch.);
3 стирать, делать блеклым, портить (τὸ χρῶμα - acc. - διακεκναισμένος Arph.).
Greek Monolingual
διακναίω (Α) κναίω
1. ξύνω, αφανίζω
2. καταστρέφω
3. (το παθ.) διακναίομαι
α) σπαράσσομαι
β) καταστρέφομαι.
Greek Monotonic
διακναίω: μέλ. -σω,
1. ξύνω κάτι μέχρι να εξαφανιστεί, καταστρέφω ξύνοντας, ὄψιν δ., καταστρέφω τα μάτια κάποιου, σε Ευρ. — Παθ., κομματιάζομαι, γίνομαι θρύψαλα, σε Αισχύλ.
2. εξαντλώ, φθείρω, σε Ευρ. — Παθ., φθείρομαι εντελώς, καταστρέφομαι, σε Αισχύλ., Ευρ.· τὸ χρῶμα διακεκναισμένος, αυτός που έχει χάσει όλο του το χρώμα, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
διακναίω: (ἴδε κναίω), ξέω τι ἢ τρίβω, ἀφανίζω, ὄψιν δ., φθείρω τὸν ὀφθαλμόν τινος, Εὐρ. Κύκλ. 487. - Παθ., σπαράττομαι, Ἱππ. 644. 49· διακναιομένης κάμακος, τῆς λόγχης συντριβομένης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 65. 2) ἐξαντλῶ, φθείρω, ἡ ἀσιτίη δ. Ἱππ. 451. 2· πόθος μ’ ἔχει διακναίσας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 957, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 27, Ἡρακλ. 297· δ. Ὀρέστην, διαφθείρων τὸ Ὀρέστ. (δηλ. τὸν χαρακτῆρα τοῦ Ὀρέστ. ἕνεκα τῆς κακῆς καὶ ἀδεξίου ὑποκρίσεως), Στράττις Ἀνθρ. 1. -Παθ., ἐντελῶς φθείρομαι, καταστρέφομαι, αἰκίαις, μόχθοις Αἰσχύλ. Πρ. 94, 541, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 164, Ἀλκ. 108· διακναισθήσεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 251· τὸ χρῶμα διακεκναισμένος, ἀπολέσας ὅλον του τὸ χρῶμα, ὁ αὐτ. Νεφ. 120.
Middle Liddell
1. to scrape to nothing, ὄψιν δ. to grind out his eye, Eur.:—Pass. to be shivered, Aesch.
2. to wear out, wear away, Eur.:—Pass. to be worn out, destroyed, Aesch., Eur.; τὸ χρῶμα διακεκναισμένος having lost all one's colour, Ar.