Anonymous

διπολιώδης: Difference between revisions

From LSJ
9
(Bailly1_2)
(9)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />(qui sent les Dipolies, <i>càd</i>) vieux, suranné.<br />'''Étymologie:''' [[Διπόλια]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />(qui sent les Dipolies, <i>càd</i>) vieux, suranné.<br />'''Étymologie:''' [[Διπόλια]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=[[διπολιώδης]], -ες (Α) [[Διπόλια]]<br />αυτός που ανάγεται στον τρόπο και στην [[εποχή]] τών διπολίων, απαρχαιωμένος.
}}
}}