Anonymous

διπολιώδης: Difference between revisions

From LSJ
1b
(9)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διπολιώδης]], -ες (Α) [[Διπόλια]]<br />αυτός που ανάγεται στον τρόπο και στην [[εποχή]] τών διπολίων, απαρχαιωμένος.
|mltxt=[[διπολιώδης]], -ες (Α) [[Διπόλια]]<br />αυτός που ανάγεται στον τρόπο και στην [[εποχή]] τών διπολίων, απαρχαιωμένος.
}}
{{elru
|elrutext='''δῑπολιώδης:''' ирон. относящийся ко временам диполий, т. е. старинный, устарелый ([[ἀρχαῖος]] καὶ δ. Arph.).
}}
}}