Anonymous

δυσείκαστος: Difference between revisions

From LSJ
10
(big3_12)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de comprender o interpretar palabras, frases o ideas]] τῆς ... λέξεως ... πολλὰ δυσείκαστα D.H.<i>Lys</i>.4.2, τούτων ὁ νοῦς ... δ. D.H.<i>Th</i>.40.4, cf. 29.3, de otros abstr. δ. γέγονεν ἡ παλαιὰ τοῦ τόπου φύσις D.H.1.32, ταῦτα δυσείκαστα πάντα ref. a fenómenos naturales, Luc.<i>Icar</i>.4.
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de comprender o interpretar palabras, frases o ideas]] τῆς ... λέξεως ... πολλὰ δυσείκαστα D.H.<i>Lys</i>.4.2, τούτων ὁ νοῦς ... δ. D.H.<i>Th</i>.40.4, cf. 29.3, de otros abstr. δ. γέγονεν ἡ παλαιὰ τοῦ τόπου φύσις D.H.1.32, ταῦτα δυσείκαστα πάντα ref. a fenómenos naturales, Luc.<i>Icar</i>.4.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσείκαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] δύσκολο να εικασθεί<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] για τον οποίο η [[εικασία]] αποδείχθηκε εσφαλμένη.
}}
}}