δυσείκαστος
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
δυσείκαστον, hard to make out, of Thucydides' style, D.H. Lys.4, cf. Luc.Icar.4.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de comprender o interpretar palabras, frases o ideas τῆς ... λέξεως ... πολλὰ δυσείκαστα D.H.Lys.4.2, τούτων ὁ νοῦς ... δ. D.H.Th.40.4, cf. 29.3, de otros abstr. δ. γέγονεν ἡ παλαιὰ τοῦ τόπου φύσις D.H.1.32, ταῦτα δυσείκαστα πάντα ref. a fenómenos naturales, Luc.Icar.4.
German (Pape)
[Seite 678] schwer zu errathen, καὶ ἀσαφής Dion. Hal. de Lys. 4, u. öfter; Suid. auch = schlecht abgebildet.
Greek (Liddell-Scott)
δυσείκαστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ εἰκάσῃ τις, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 4, κτλ. 2) κακῶς, ἀπρεπῶς εἰκασθείς, Σουΐδ.
Greek Monolingual
δυσείκαστος, -ον (Α)
αυτός που είναι δύσκολο να εικασθεί
2. εκείνος για τον οποίο η εικασία αποδείχθηκε εσφαλμένη.