3,277,114
edits
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de agarrar]] τὸ κεφάλιον en la extracción de un feto muerto καὶ δ. ἐστιν διὰ τὴν περιφέρειαν Sor.4.5.131, αἱ μικραί (θηλαί) Sor.2.8.55, ὄχανον ... δ. ὑπὸ λειότητος Luc.<i>Anach</i>.27<br /><b class="num">•</b>[[difícil de capturar]] de enemigos, D.C.36.35.3<br /><b class="num">•</b>[[escurridizo]] de peces, Luc.<i>Pisc</i>.51.<br /><b class="num">2</b> fig. [[difícil de percibir]] μοχθηρία Ph.2.366, de las fronteras fluviales, Str.13.4.12, αἱ αἰτίαι Plb.36.17.12, τὸ ἀκατάλληλον A.D.<i>Synt</i>.225.27, ἀλήθεια Plu.2.17d, ἡ ... διαγωγὴ δ. τις οὖσα καὶ ἀηδὴς τῇ αἰσθήσει Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.99.24<br /><b class="num">•</b>[[difícil de comprender]] τὸ πρᾶγμα e.d., qué es lo sublime, Longin.6, ἡ δ' ἀπὸ τῶν στοιχείων ἔφοδος Plu.2.426f<br /><b class="num">•</b>[[difícil de saber]] ὁ περὶ ἀποδημίας τόπος Vett.Val.91.21.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de forma difícil de comprender]] οὐ γὰρ ἀσαφῶς ἢ δ. ἔκκειται (la cuestión) no es oscura ni incomprensible</i> Afric.<i>Cest</i>.1.17.50. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de agarrar]] τὸ κεφάλιον en la extracción de un feto muerto καὶ δ. ἐστιν διὰ τὴν περιφέρειαν Sor.4.5.131, αἱ μικραί (θηλαί) Sor.2.8.55, ὄχανον ... δ. ὑπὸ λειότητος Luc.<i>Anach</i>.27<br /><b class="num">•</b>[[difícil de capturar]] de enemigos, D.C.36.35.3<br /><b class="num">•</b>[[escurridizo]] de peces, Luc.<i>Pisc</i>.51.<br /><b class="num">2</b> fig. [[difícil de percibir]] μοχθηρία Ph.2.366, de las fronteras fluviales, Str.13.4.12, αἱ αἰτίαι Plb.36.17.12, τὸ ἀκατάλληλον A.D.<i>Synt</i>.225.27, ἀλήθεια Plu.2.17d, ἡ ... διαγωγὴ δ. τις οὖσα καὶ ἀηδὴς τῇ αἰσθήσει Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.99.24<br /><b class="num">•</b>[[difícil de comprender]] τὸ πρᾶγμα e.d., qué es lo sublime, Longin.6, ἡ δ' ἀπὸ τῶν στοιχείων ἔφοδος Plu.2.426f<br /><b class="num">•</b>[[difícil de saber]] ὁ περὶ ἀποδημίας τόπος Vett.Val.91.21.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de forma difícil de comprender]] οὐ γὰρ ἀσαφῶς ἢ δ. ἔκκειται (la cuestión) no es oscura ni incomprensible</i> Afric.<i>Cest</i>.1.17.50. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δύσληπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα συλλαμβάνεται, πιάνεται<br /><b>2.</b> [[δυσνόητος]] («δύσληπτα νοήματα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[τροφή]], φάρμακα) αυτός που δύσκολα λαμβάνεται, πίνεται ή τρώγεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα δίνει [[λαβή]] (ἐδόκει... δύσληπτον ὑπὸ λειότητος» — δύσκολο να πιαστεί [[επειδή]] ήταν τόσο λείο)<br /><b>2.</b> [[δυσεξερεύνητος]], [[δυσεξιχνίαστος]]. | |||
}} | }} |