Anonymous

δύσληπτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δύσληπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα συλλαμβάνεται, πιάνεται<br /><b>2.</b> [[δυσνόητος]] («δύσληπτα νοήματα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[τροφή]], φάρμακα) αυτός που δύσκολα λαμβάνεται, πίνεται ή τρώγεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα δίνει [[λαβή]] (ἐδόκει... δύσληπτον ὑπὸ λειότητος» — δύσκολο να πιαστεί [[επειδή]] ήταν τόσο λείο)<br /><b>2.</b> [[δυσεξερεύνητος]], [[δυσεξιχνίαστος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δύσληπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα συλλαμβάνεται, πιάνεται<br /><b>2.</b> [[δυσνόητος]] («δύσληπτα νοήματα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[τροφή]], φάρμακα) αυτός που δύσκολα λαμβάνεται, πίνεται ή τρώγεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα δίνει [[λαβή]] (ἐδόκει... δύσληπτον ὑπὸ λειότητος» — δύσκολο να πιαστεί [[επειδή]] ήταν τόσο λείο)<br /><b>2.</b> [[δυσεξερεύνητος]], [[δυσεξιχνίαστος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσληπτος:''' -ον ([[λαμβάνω]]), αυτός που δεν συλλαμβάνεται εύκολα, [[δυσνόητος]], σε Λουκ.
}}
}}