3,276,901
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δύσληπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα συλλαμβάνεται, πιάνεται<br /><b>2.</b> [[δυσνόητος]] («δύσληπτα νοήματα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[τροφή]], φάρμακα) αυτός που δύσκολα λαμβάνεται, πίνεται ή τρώγεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα δίνει [[λαβή]] (ἐδόκει... δύσληπτον ὑπὸ λειότητος» — δύσκολο να πιαστεί [[επειδή]] ήταν τόσο λείο)<br /><b>2.</b> [[δυσεξερεύνητος]], [[δυσεξιχνίαστος]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δύσληπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα συλλαμβάνεται, πιάνεται<br /><b>2.</b> [[δυσνόητος]] («δύσληπτα νοήματα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[τροφή]], φάρμακα) αυτός που δύσκολα λαμβάνεται, πίνεται ή τρώγεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα δίνει [[λαβή]] (ἐδόκει... δύσληπτον ὑπὸ λειότητος» — δύσκολο να πιαστεί [[επειδή]] ήταν τόσο λείο)<br /><b>2.</b> [[δυσεξερεύνητος]], [[δυσεξιχνίαστος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δύσληπτος:''' -ον ([[λαμβάνω]]), αυτός που δεν συλλαμβάνεται εύκολα, [[δυσνόητος]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |