3,277,381
edits
(T21) |
(10) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἔθνους, τό:<br /><b class="num">1.</b> a [[multitude]] ([[whether]] of men or of beasts) associated or [[living]] [[together]]; a [[company]], [[troop]], [[swarm]]: [[ἔθνος]] ἑταίρων, [[ἔθνος]] Ἀχαιων, [[ἔθνος]] λαῶν, [[Homer]], Iliad; [[ἔθνος]] μελισσαων, 2,87; μυιαων ἐθνεα, ibid. 469.<br /><b class="num">2.</b> "a [[multitude]] of individuals of the [[same]] [[nature]] or [[genus]] (τό [[ἔθνος]] τό θῆλυ ἤ ἀρρεν, [[Xenophon]], oec. 7,26): [[πᾶν]] [[ἔθνος]] ἀνθρώπων, the [[human]] [[race]], [[race]], [[nation]]: [[ἔθνος]] [[ἐπί]] [[ἔθνος]], οἱ ἄρχοντες, οἱ βασιλεῖς [[τῶν]] ἐθνῶν, τά ἔθνη, [[like]] הַגויִם in the O. T., [[foreign]] nations [[not]] worshipping the true God, pagans, Gentiles, (cf. Trench, § xcviii.): [[Γαλιλαία]] [[τῶν]] ἐθνῶν), R G; cf. G L T Tr WH marginal [[reading]] [[after]] G L T Tr WH): ὁ [[λαός]] ([[τοῦ]] Θεοῦ, Jews) καί τά ἔθνη, τά ἔθνη [[even]] of Gentile Christians: οἱ Ἰουδαῖοι, i. e. Jewish Christians), Winer s Grammar, § 59,4a.; Buttmann, 130 (114)). | |txtha=ἔθνους, τό:<br /><b class="num">1.</b> a [[multitude]] ([[whether]] of men or of beasts) associated or [[living]] [[together]]; a [[company]], [[troop]], [[swarm]]: [[ἔθνος]] ἑταίρων, [[ἔθνος]] Ἀχαιων, [[ἔθνος]] λαῶν, [[Homer]], Iliad; [[ἔθνος]] μελισσαων, 2,87; μυιαων ἐθνεα, ibid. 469.<br /><b class="num">2.</b> "a [[multitude]] of individuals of the [[same]] [[nature]] or [[genus]] (τό [[ἔθνος]] τό θῆλυ ἤ ἀρρεν, [[Xenophon]], oec. 7,26): [[πᾶν]] [[ἔθνος]] ἀνθρώπων, the [[human]] [[race]], [[race]], [[nation]]: [[ἔθνος]] [[ἐπί]] [[ἔθνος]], οἱ ἄρχοντες, οἱ βασιλεῖς [[τῶν]] ἐθνῶν, τά ἔθνη, [[like]] הַגויִם in the O. T., [[foreign]] nations [[not]] worshipping the true God, pagans, Gentiles, (cf. Trench, § xcviii.): [[Γαλιλαία]] [[τῶν]] ἐθνῶν), R G; cf. G L T Tr WH marginal [[reading]] [[after]] G L T Tr WH): ὁ [[λαός]] ([[τοῦ]] Θεοῦ, Jews) καί τά ἔθνη, τά ἔθνη [[even]] of Gentile Christians: οἱ Ἰουδαῖοι, i. e. Jewish Christians), Winer s Grammar, § 59,4a.; Buttmann, 130 (114)). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[ἔθνος]])<br />[[σύνολο]] ομόφυλων ανθρώπων («Μηδικὸν [[ἔθνος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύνολο]] ανθρώπων που κατοικούν [[κατά]] κανόνα στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, συναποτελούν μία ομοιογενή [[κοινότητα]] με [[κοινή]] [[καταγωγή]], [[ιστορία]], πολιτισμό, [[παράδοση]] και —[[κατά]] κανόνα— [[γλώσσα]] και συνιστούν αυτόνομη [[πολιτική]] [[οντότητα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αλλόθρησκοι, εθνικοί, ειδωλολάτρες<br /><b>2.</b> [[επαρχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύνολο]] ανθρώπων που αποτελούν ένα όλο, [[ομάδα]] προσώπων<br /><b>2.</b> [[πλήθος]] ανθρώπων<br /><b>3.</b> (στον πληθ. με γεν. προσδ.) το [[σύνολο]] τών ανθρώπων, η [[ανθρωπότητα]] ή το [[σύνολο]] τών [[νεκρών]] («κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν», Οδ.)<br /><b>4.</b> [[φυλή]]<br /><b>5.</b> η [[χώρα]] όπου υπάρχει το ομόφυλο [[κράτος]]<br /><b>6.</b> κοινωνική [[τάξη]]<br /><b>7.</b> [[φύλο]]<br /><b>8.</b> [[μέρος]] ή [[μέλος]] του σώματος<br /><b>9.</b> (για ένα μόνο [[πρόσωπο]]) [[γένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στη λ. [[έθνος]] απαντά [[θέμα]] <i>εθ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Fεθ</i>-, με σίγηση του <i>F</i>), που ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>swedh</i>- «[[συνήθεια]], [[έθιμο]], [[κατοικία]], [[άσυλο]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ε</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σμή</i>-<i>νος</i>). Η λ. εμφανίζεται ως [[δάνειο]] της Ελληνικής και σε άλλες γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> κοπτ. <i>hεθνος</i>, αρμ. <i>heťanos</i> και με [[παρετυμολογία]] γερμ. <i>Heide</i> «[[εθνικός]], μη [[χριστιανός]]»). Με το [[έθνος]] συνδέονται [[ετυμολογικός]] και τα [[έθνος]], [[οθνείος]] «[[ξένος]]». Η αρχική [[σημασία]] της λ. [[οθνείος]] ήταν «ο ανήκων στο [[έθνος]]» (και όχι στο [[γένος]]), σήμαινε δηλ. συγχρόνως «τον [[ξένο]] στο [[γένος]]», «[[ξένο]] στην [[οικογένεια]]», απ' όπου κατέληξε στη [[σημασία]] του «[[ξένος]]». Ο πληθ. <i>έθνη</i> της λ. [[έθνος]] χρησιμοποιήθηκε από τους Ιουδαίους συγγραφείς για να δηλώσει τα μη ιουδαϊκά έθνη. Λέξεις με παρόμοια [[σημασία]] χρησιμοποιήθηκαν αργότερα με τον ίδιο τρόπο από άλλους λαούς<br /><b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>gent</i><i>ē</i><i>s</i>, γοτθ. <i>oiud</i><i>ō</i><i>s</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>diota</i>, εκκλ. σλαβ.<i>języci</i>. Η λ. <i>Έλληνες</i> απαντά στην Καινή Διαθήκη με τον ίδιο τρόπο όπως η λ. <i>έθνη</i><br />και από τους χριστιανούς συγγραφείς οι Έλληνες αποκαλούνταν «εθνικοί».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εθνικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εθνηδόν]], [[εθνίτης]]<b>νεοελλ.</b> [[εθνάριο]](-<i>ν</i>), [[εθνισμός]], [[εθνότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[εθνοπάτωρ]], <i>εθνοπλήκτης</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εθνάρχης]], [[εθνόμυθος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>εθνορύστις</i>, <i>εθνοσατράπης</i>, [[εθνόφρων]] <b>νεοελλ.</b> [[εθναπόστολος]], <i>εθνικοφροσύνη</i>, <i>εθνικόφρων</i>, [[εθνογράφος]], [[εθνοκτόνος]], [[εθνολόγος]], [[εθνομάρτυρας]], [[εθνοπρόβλητος]], <i>εθνόσημον</i>, [[εθνοστρατιά]], [[εθνοσυνέλευση]], [[εθνοσωτήριος]], [[εθνοφρουρά]], [[εθνοφύλακας]], [[εθνοψυχολογία]], [[εθνωφελής]] κ.λπ. (Β' συνθετικό)<br />[[αλλοεθνής]], [[ετεροεθνής]], [[ομοεθνής]], [[πολυεθνής]], [[φιλοεθνής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πανταεθνής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διεθνής]], <i>τριεθνής</i>]. | |||
}} | }} |