Anonymous

εἰσάγω: Difference between revisions

From LSJ
3,294 bytes added ,  29 September 2017
10
(T21)
(10)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=2nd aorist εἰσήγαγον; ([[present]] [[passive]] ἐισάγομαι); (from [[Homer]] [[down]]); the Sept. [[chiefly]] for הֵבִיא;<br /><b class="num">1.</b> to [[lead]] in: τινα followed by [[εἰς]] [[with]] the accusative of [[place]], Tr marginal [[reading]] brackets); ἄγεσθαι); [[ὧδε]] [[εἰς]] [[τήν]] αὐλήν); [[ὅταν]] ... εἰσαγάγῃ, λέγει, God, having in [[view]] the [[time]] [[when]] he shall [[have]] [[again]] brought in the firstborn [[into]] the [[world]] (i. e., at the [[time]] of the [[παρουσία]]) says etc.<br /><b class="num">2.</b> to [[bring]] in, the [[place]] [[into]] [[which]] [[not]] [[being]] [[expressly]] stated: [[εἰς]] [[τήν]] γῆν); [[εἰς]] τό [[ἱερόν]]). (Compare: [[παρεισάγω]].)  
|txtha=2nd aorist εἰσήγαγον; ([[present]] [[passive]] ἐισάγομαι); (from [[Homer]] [[down]]); the Sept. [[chiefly]] for הֵבִיא;<br /><b class="num">1.</b> to [[lead]] in: τινα followed by [[εἰς]] [[with]] the accusative of [[place]], Tr marginal [[reading]] brackets); ἄγεσθαι); [[ὧδε]] [[εἰς]] [[τήν]] αὐλήν); [[ὅταν]] ... εἰσαγάγῃ, λέγει, God, having in [[view]] the [[time]] [[when]] he shall [[have]] [[again]] brought in the firstborn [[into]] the [[world]] (i. e., at the [[time]] of the [[παρουσία]]) says etc.<br /><b class="num">2.</b> to [[bring]] in, the [[place]] [[into]] [[which]] [[not]] [[being]] [[expressly]] stated: [[εἰς]] [[τήν]] γῆν); [[εἰς]] τό [[ἱερόν]]). (Compare: [[παρεισάγω]].)  
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[εἰσάγω]])<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] κάποιον [[μέσα]] («τον εισήγαγε στην [[αίθουσα]] του θρόνου», «μόνον δὲ σὺν τέκνοισι μ' εἰσάγει δόμοις»)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («[[εἰσάγω]] καθετήρα...»)<br /><b>3.</b> (για εμπορεύματα) [[φέρνω]] από [[άλλη]] [[χώρα]] («εισάγει πρώτες ύλες», «[[εἰσάγω]] [[οἶνον]] Ἀθήναζε»)<br /><b>4.</b> [[μεταφέρω]] από [[αλλού]] ή [[καθιερώνω]] νέα ήθη, έθιμα, θεσμούς κ.λπ. (α. «εισήγαγε την [[αρχή]] της δεδηλωμένης» β. «[[εἰσάγω]] καινὰ δαιμόνια» — [[εισάγω]] νέους θεούς, [[νέες]] αρχές» γ. «εἰσάγουσι τελετὰς πονηράς»)<br /><b>5.</b> [[οδηγώ]], [[παρουσιάζω]] κάποιον στη [[σκηνή]], σε ανώτερο αξιωματούχο κ.λπ. («τον εισήγαγε στον πατριάρχη», «εἴσαγ', ὦ Θέογνι, τὸν χορόν»)<br /><b>6.</b> [[φέρνω]] [[υπόθεση]] ενώπιον του δικαστηρίου («[[εισάγω]] την [[υπόθεση]]», «[[εἰσάγω]] [[δίκην]], γραφήν» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>7.</b> [[παρουσιάζω]] [[προς]] [[συζήτηση]] στη [[βουλή]], σε [[συμβούλιο]], [[επιτροπή]], κ.λπ. («εισάγει το [[νομοσχέδιο]]», «εἰσάγει [[ψήφισμα]] εἰς τὴν βουλήν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για σχολεία, νοσοκομεία <b>κ.λπ.</b>) [[ενεργώ]] ώστε να γίνει [[δεκτός]] («εισάγονται στις ανώτατες σχολές», «[[εισάγω]] στο [[νοσοκομείο]]»,<br /><b>μσν.</b><br />[[τοποθετώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (-<i>ομαι</i>) [[κάνω]] κάποιον να πάρει [[μέρος]] σε ομαδική [[ενέργεια]], όπως σύλλογο, [[συνωμοσία]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[εγγράφω]] ως [[μέλος]]<br /><b>3.</b> [[καταγγέλλω]], [[μηνύω]]<br /><b>4.</b> [[καταγράφω]], [[καταχωρίζω]]<br /><b>5.</b> <i>οι εισαγόμενοι</i><br />α) αρχάριοι, πρωτόπειροι γιατροί<br />β) <b>εκκλ.</b> κατηχούμενοι λαϊκοί, δόκιμοι μοναχοί<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «εἰσάγειν, εἰσάγεσθαι γυναῑκα» νυμφεύομαι<br />β) «εἰσάγειν εἰς σπονδάς» — [[κάνω]] κάποιον μέτοχο τών σπονδών<br />γ) «ἰατρὸν εἰσάγειν τινί» — [[καλώ]] τον γιατρό<br />δ) «[[εἰσάγω]] τινὰ εἰς τὴν βουλήν» — [[προσάγω]] ένοχο στη [[βουλή]]<br />ε) «[[εἰσάγω]] τινά»<br />(για λογιστές) [[ελέγχω]] τους λογαριασμούς άρχοντα [[κατά]] την [[παράδοση]] της αρχής.
}}
}}