Anonymous

εἰσάγω: Difference between revisions

From LSJ
2,101 bytes added ,  30 December 2018
4
(10)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[εἰσάγω]])<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] κάποιον [[μέσα]] («τον εισήγαγε στην [[αίθουσα]] του θρόνου», «μόνον δὲ σὺν τέκνοισι μ' εἰσάγει δόμοις»)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («[[εἰσάγω]] καθετήρα...»)<br /><b>3.</b> (για εμπορεύματα) [[φέρνω]] από [[άλλη]] [[χώρα]] («εισάγει πρώτες ύλες», «[[εἰσάγω]] [[οἶνον]] Ἀθήναζε»)<br /><b>4.</b> [[μεταφέρω]] από [[αλλού]] ή [[καθιερώνω]] νέα ήθη, έθιμα, θεσμούς κ.λπ. (α. «εισήγαγε την [[αρχή]] της δεδηλωμένης» β. «[[εἰσάγω]] καινὰ δαιμόνια» — [[εισάγω]] νέους θεούς, [[νέες]] αρχές» γ. «εἰσάγουσι τελετὰς πονηράς»)<br /><b>5.</b> [[οδηγώ]], [[παρουσιάζω]] κάποιον στη [[σκηνή]], σε ανώτερο αξιωματούχο κ.λπ. («τον εισήγαγε στον πατριάρχη», «εἴσαγ', ὦ Θέογνι, τὸν χορόν»)<br /><b>6.</b> [[φέρνω]] [[υπόθεση]] ενώπιον του δικαστηρίου («[[εισάγω]] την [[υπόθεση]]», «[[εἰσάγω]] [[δίκην]], γραφήν» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>7.</b> [[παρουσιάζω]] [[προς]] [[συζήτηση]] στη [[βουλή]], σε [[συμβούλιο]], [[επιτροπή]], κ.λπ. («εισάγει το [[νομοσχέδιο]]», «εἰσάγει [[ψήφισμα]] εἰς τὴν βουλήν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για σχολεία, νοσοκομεία <b>κ.λπ.</b>) [[ενεργώ]] ώστε να γίνει [[δεκτός]] («εισάγονται στις ανώτατες σχολές», «[[εισάγω]] στο [[νοσοκομείο]]»,<br /><b>μσν.</b><br />[[τοποθετώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (-<i>ομαι</i>) [[κάνω]] κάποιον να πάρει [[μέρος]] σε ομαδική [[ενέργεια]], όπως σύλλογο, [[συνωμοσία]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[εγγράφω]] ως [[μέλος]]<br /><b>3.</b> [[καταγγέλλω]], [[μηνύω]]<br /><b>4.</b> [[καταγράφω]], [[καταχωρίζω]]<br /><b>5.</b> <i>οι εισαγόμενοι</i><br />α) αρχάριοι, πρωτόπειροι γιατροί<br />β) <b>εκκλ.</b> κατηχούμενοι λαϊκοί, δόκιμοι μοναχοί<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «εἰσάγειν, εἰσάγεσθαι γυναῑκα» νυμφεύομαι<br />β) «εἰσάγειν εἰς σπονδάς» — [[κάνω]] κάποιον μέτοχο τών σπονδών<br />γ) «ἰατρὸν εἰσάγειν τινί» — [[καλώ]] τον γιατρό<br />δ) «[[εἰσάγω]] τινὰ εἰς τὴν βουλήν» — [[προσάγω]] ένοχο στη [[βουλή]]<br />ε) «[[εἰσάγω]] τινά»<br />(για λογιστές) [[ελέγχω]] τους λογαριασμούς άρχοντα [[κατά]] την [[παράδοση]] της αρχής.
|mltxt=(AM [[εἰσάγω]])<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] κάποιον [[μέσα]] («τον εισήγαγε στην [[αίθουσα]] του θρόνου», «μόνον δὲ σὺν τέκνοισι μ' εἰσάγει δόμοις»)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («[[εἰσάγω]] καθετήρα...»)<br /><b>3.</b> (για εμπορεύματα) [[φέρνω]] από [[άλλη]] [[χώρα]] («εισάγει πρώτες ύλες», «[[εἰσάγω]] [[οἶνον]] Ἀθήναζε»)<br /><b>4.</b> [[μεταφέρω]] από [[αλλού]] ή [[καθιερώνω]] νέα ήθη, έθιμα, θεσμούς κ.λπ. (α. «εισήγαγε την [[αρχή]] της δεδηλωμένης» β. «[[εἰσάγω]] καινὰ δαιμόνια» — [[εισάγω]] νέους θεούς, [[νέες]] αρχές» γ. «εἰσάγουσι τελετὰς πονηράς»)<br /><b>5.</b> [[οδηγώ]], [[παρουσιάζω]] κάποιον στη [[σκηνή]], σε ανώτερο αξιωματούχο κ.λπ. («τον εισήγαγε στον πατριάρχη», «εἴσαγ', ὦ Θέογνι, τὸν χορόν»)<br /><b>6.</b> [[φέρνω]] [[υπόθεση]] ενώπιον του δικαστηρίου («[[εισάγω]] την [[υπόθεση]]», «[[εἰσάγω]] [[δίκην]], γραφήν» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>7.</b> [[παρουσιάζω]] [[προς]] [[συζήτηση]] στη [[βουλή]], σε [[συμβούλιο]], [[επιτροπή]], κ.λπ. («εισάγει το [[νομοσχέδιο]]», «εἰσάγει [[ψήφισμα]] εἰς τὴν βουλήν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για σχολεία, νοσοκομεία <b>κ.λπ.</b>) [[ενεργώ]] ώστε να γίνει [[δεκτός]] («εισάγονται στις ανώτατες σχολές», «[[εισάγω]] στο [[νοσοκομείο]]»,<br /><b>μσν.</b><br />[[τοποθετώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (-<i>ομαι</i>) [[κάνω]] κάποιον να πάρει [[μέρος]] σε ομαδική [[ενέργεια]], όπως σύλλογο, [[συνωμοσία]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[εγγράφω]] ως [[μέλος]]<br /><b>3.</b> [[καταγγέλλω]], [[μηνύω]]<br /><b>4.</b> [[καταγράφω]], [[καταχωρίζω]]<br /><b>5.</b> <i>οι εισαγόμενοι</i><br />α) αρχάριοι, πρωτόπειροι γιατροί<br />β) <b>εκκλ.</b> κατηχούμενοι λαϊκοί, δόκιμοι μοναχοί<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «εἰσάγειν, εἰσάγεσθαι γυναῑκα» νυμφεύομαι<br />β) «εἰσάγειν εἰς σπονδάς» — [[κάνω]] κάποιον μέτοχο τών σπονδών<br />γ) «ἰατρὸν εἰσάγειν τινί» — [[καλώ]] τον γιατρό<br />δ) «[[εἰσάγω]] τινὰ εἰς τὴν βουλήν» — [[προσάγω]] ένοχο στη [[βουλή]]<br />ε) «[[εἰσάγω]] τινά»<br />(για λογιστές) [[ελέγχω]] τους λογαριασμούς άρχοντα [[κατά]] την [[παράδοση]] της αρχής.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰσάγω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ξω</i>, παρακ. -[[ἀγήοχα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[οδηγώ]] προς ή μέσα, [[φέρνω]] μέσα, [[παρουσιάζω]], με [[διπλή]] αιτ., <i>αὐτοὺς εἰσῆγον δόμον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, <i>εἰσάγειν τινὰ ἐς..</i>., σε Ηρόδ.· ή με δοτ., <i>τινὰ δόμοις</i>, σε Ευρ. — Μέσ., [[επιτρέπω]] να εισαχθούν στρατιωτικές δυνάμεις σε [[μία]] πόλη, σε Θουκ.· επίσης, [[οδηγώ]], [[φέρνω]] (κάποιον) μέσα σε συνασπισμό, κάνω [[μέλος]] συνομωσίας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἐσάγειν</i> ή <i>ἐσάγεσθαι γυναῖκα</i>, [[οδηγώ]] σύζυγο στο [[σπίτι]] μου, [[παίρνω]] [[γυναίκα]] ως σύζυγο, ducere uxorem, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[εισάγω]] [[ξένα]] εμπορεύματα, στον ίδ., Αττ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> <i>ἰατρὸν εἰσάγειν τινί</i>, [[καλώ]] γιατρό, σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> [[εισάγω]] [[νέα]] ήθη κι έθιμα, σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[φέρνω]] μέσα, [[εισάγω]], [[παρουσιάζω]], [[ιδίως]] πάνω σε [[σκηνή]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> <i>εἰσάγειν τι ἐς τὴν βουλήν</i>, [[φέρνω]] ενώπιον της Βουλής, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> ως [[δικανικός]] όρος, εἰσάγειν [[δίκην]] ή <i>γραφήν</i>, [[εισάγω]] [[υπόθεση]] στο δικαστήριο, Λατ. litem intendere, σε Αισχύλ., Δημ.· <i>εἰσ. τινά</i>, [[οδηγώ]] κάποιον στο δικαστήριο, [[ασκώ]] [[δίωξη]], [[μηνύω]], σε Πλάτ.
}}
}}