Anonymous

ἔκφορος: Difference between revisions

From LSJ
11
(big3_14b)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[desviado de su camino]], [[descontrolado]], [[sin freno]] ἵππος ἔ. caballo desbocado</i> Gal.5.510, del discurso que se desvía de su objeto ὥσπερ ἵππος τις ἔ. ὁ λόγος Gal.3.662, ὁ λόγος ἐγκρατὴς ὢν τῆς συννενεμημένης ὕλης οὐδὲν ἔκφορον ἐάσει Plu.2.424a, de pers., su conducta o sus pasiones ἔ. κίνησις Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.130, ἔκφοροί τε καὶ ἄμετροι κινήσεις Gal.5.509, cf. 394, γιγνόμενος ὑπὸ τοῦ πάθους ἔ. Synes.<i>Ep</i>.130 (p.223).<br /><b class="num">2</b> [[que puede ser expresado o contado]], [[divulgable]] εἰ δ' ἔ. σοι συμφορὰ πρὸς ἄρσενας, λέγ' ... τί σιγᾷς; E.<i>Hipp</i>.295, οὐδεὶς γὰρ ἔ. λόγος Pl.<i>La</i>.201a, cf. Plu.<i>Fr</i>.89, de lo iniciático o mistérico (ἐπίταγμα) ὡς οὐκ ἔκφορον ἐκεῖνο ὄν Plot.6.9.11, μὴ ῥίπτειν εἰς βεβήλους ἀκοὰς τὰ μὴ ἔ. Gr.Naz.M.36.17B, Dion.Ar.<i>DN</i> 1.8.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que propicia la feracidad]], [[feraz]] c. gen. τῶν δ' εὐσεβούντων ἐκφορωτέρα πέλοις que propicies la feracidad de los piadosos</i> propuesto a las Euménides por Atenea, A.<i>Eu</i>.910 (pero v. ap. crít.)<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἔκφορα [[productos de la tierra]] Antipho Soph.B 60.<br /><b class="num">2</b> [[fértil]], [[fecundo]] γυναῖκες Arist.<i>Fr</i>.283.<br /><b class="num">3</b> [[que divulga o revela]] λόγου Ar.<i>Th</i>.472 (var.).<br /><b class="num">III</b> náut., subst. plu. οἱ ἔκφοροι [[cabos]], [[rizos]] del extremo de la verga, Sch.Ar.<i>Eq</i>.440, Phot.ε 204.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[desviado de su camino]], [[descontrolado]], [[sin freno]] ἵππος ἔ. caballo desbocado</i> Gal.5.510, del discurso que se desvía de su objeto ὥσπερ ἵππος τις ἔ. ὁ λόγος Gal.3.662, ὁ λόγος ἐγκρατὴς ὢν τῆς συννενεμημένης ὕλης οὐδὲν ἔκφορον ἐάσει Plu.2.424a, de pers., su conducta o sus pasiones ἔ. κίνησις Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.130, ἔκφοροί τε καὶ ἄμετροι κινήσεις Gal.5.509, cf. 394, γιγνόμενος ὑπὸ τοῦ πάθους ἔ. Synes.<i>Ep</i>.130 (p.223).<br /><b class="num">2</b> [[que puede ser expresado o contado]], [[divulgable]] εἰ δ' ἔ. σοι συμφορὰ πρὸς ἄρσενας, λέγ' ... τί σιγᾷς; E.<i>Hipp</i>.295, οὐδεὶς γὰρ ἔ. λόγος Pl.<i>La</i>.201a, cf. Plu.<i>Fr</i>.89, de lo iniciático o mistérico (ἐπίταγμα) ὡς οὐκ ἔκφορον ἐκεῖνο ὄν Plot.6.9.11, μὴ ῥίπτειν εἰς βεβήλους ἀκοὰς τὰ μὴ ἔ. Gr.Naz.M.36.17B, Dion.Ar.<i>DN</i> 1.8.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que propicia la feracidad]], [[feraz]] c. gen. τῶν δ' εὐσεβούντων ἐκφορωτέρα πέλοις que propicies la feracidad de los piadosos</i> propuesto a las Euménides por Atenea, A.<i>Eu</i>.910 (pero v. ap. crít.)<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἔκφορα [[productos de la tierra]] Antipho Soph.B 60.<br /><b class="num">2</b> [[fértil]], [[fecundo]] γυναῖκες Arist.<i>Fr</i>.283.<br /><b class="num">3</b> [[que divulga o revela]] λόγου Ar.<i>Th</i>.472 (var.).<br /><b class="num">III</b> náut., subst. plu. οἱ ἔκφοροι [[cabos]], [[rizos]] del extremo de la verga, Sch.Ar.<i>Eq</i>.440, Phot.ε 204.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκφορος]], -ον)<br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι έκφοροι</i><br /><b>ναυτ.</b> τα [[σχοινιά]] της κατώτερης [[σειράς]] που χρησιμεύουν για τη [[συστολή]] ή [[διαστολή]] τών ιστίων, κοιν. [[μαντιζέλο]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[γνωστός]] σε όλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να φέρει έξω, [[εξαγώγιμος]]<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να κάμει γνωστό, να κοινολογήσει<br /><b>3.</b> ο παραφερόμενος από [[πάθος]] ή [[οργή]], [[παράφορος]]<br /><b>4.</b> αυτός που φέρει έξω, εξάγει, απελαύνει<br /><b>5.</b> αυτός που κοινολογεί [[μυστικά]], ο [[ακριτόμυθος]]<br /><b>6.</b> [[εκφραστικός]]<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔκφορα</i><br />οι καρποί της γης<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἔκφοροι γυναῑκες» — έγκυες γυναίκες.
}}
}}