3,276,318
edits
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκφορος]], -ον)<br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι έκφοροι</i><br /><b>ναυτ.</b> τα [[σχοινιά]] της κατώτερης [[σειράς]] που χρησιμεύουν για τη [[συστολή]] ή [[διαστολή]] τών ιστίων, κοιν. [[μαντιζέλο]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[γνωστός]] σε όλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να φέρει έξω, [[εξαγώγιμος]]<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να κάμει γνωστό, να κοινολογήσει<br /><b>3.</b> ο παραφερόμενος από [[πάθος]] ή [[οργή]], [[παράφορος]]<br /><b>4.</b> αυτός που φέρει έξω, εξάγει, απελαύνει<br /><b>5.</b> αυτός που κοινολογεί [[μυστικά]], ο [[ακριτόμυθος]]<br /><b>6.</b> [[εκφραστικός]]<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔκφορα</i><br />οι καρποί της γης<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἔκφοροι γυναῑκες» — έγκυες γυναίκες. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκφορος]], -ον)<br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι έκφοροι</i><br /><b>ναυτ.</b> τα [[σχοινιά]] της κατώτερης [[σειράς]] που χρησιμεύουν για τη [[συστολή]] ή [[διαστολή]] τών ιστίων, κοιν. [[μαντιζέλο]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[γνωστός]] σε όλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να φέρει έξω, [[εξαγώγιμος]]<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να κάμει γνωστό, να κοινολογήσει<br /><b>3.</b> ο παραφερόμενος από [[πάθος]] ή [[οργή]], [[παράφορος]]<br /><b>4.</b> αυτός που φέρει έξω, εξάγει, απελαύνει<br /><b>5.</b> αυτός που κοινολογεί [[μυστικά]], ο [[ακριτόμυθος]]<br /><b>6.</b> [[εκφραστικός]]<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔκφορα</i><br />οι καρποί της γης<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἔκφοροι γυναῑκες» — έγκυες γυναίκες. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔκφορος:''' -ον ([[ἐκφέρω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που μπορεί να εξαχθεί, [[εξαγώγιμος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που μπορεί να γίνει [[γνωστός]] ή να κοινολογηθεί, να δημοσιοποιηθεί, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που έχει προετοιμαστεί να ξεβοτανίσει, να ξεχορτασιάσει, όπως κάνει ο [[κηπουρός]] με τα βλαβερά, επιβλαβή αγριόχορτα, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |