Anonymous

ἑλκέω: Difference between revisions

From LSJ
246 bytes added ,  29 September 2017
11
(big3_14b)
(11)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[arrastrar]] νέκυν ... εἵλκεον ἀμφότεροι <i>Il</i>.17.395, Ἀχιλῆος ... ἑταῖρον ... κύνες ἑλκήσουσιν <i>Il</i>.17.558, cf. 22.336, c. gen. οἵ μιν ἔφαντο ἑλκῆσαι πέπλοιο los cuales decían que la había arrastrado del peplo</i> Arat.638.<br /><b class="num">2</b> [[hacer violencia]], [[ultrajar]] c. ac. Λητὼ γὰρ ἥλκεσε <i>Od</i>.11.580, en v. pas. ἑλκηθείσας τε θύγατρας <i>Il</i>.22.62.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[arrastrar]] νέκυν ... εἵλκεον ἀμφότεροι <i>Il</i>.17.395, Ἀχιλῆος ... ἑταῖρον ... κύνες ἑλκήσουσιν <i>Il</i>.17.558, cf. 22.336, c. gen. οἵ μιν ἔφαντο ἑλκῆσαι πέπλοιο los cuales decían que la había arrastrado del peplo</i> Arat.638.<br /><b class="num">2</b> [[hacer violencia]], [[ultrajar]] c. ac. Λητὼ γὰρ ἥλκεσε <i>Od</i>.11.580, en v. pas. ἑλκηθείσας τε θύγατρας <i>Il</i>.22.62.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑλκέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σύρω]] για να κατασπαράξω («κύνες ἑλκήσουσι»)<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) [[επιχειρώ]] να βιάσω, να [[διαφθείρω]].
}}
}}