Anonymous

ἑλκέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑλκέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σύρω]] για να κατασπαράξω («κύνες ἑλκήσουσι»)<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) [[επιχειρώ]] να βιάσω, να [[διαφθείρω]].
|mltxt=[[ἑλκέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σύρω]] για να κατασπαράξω («κύνες ἑλκήσουσι»)<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) [[επιχειρώ]] να βιάσω, να [[διαφθείρω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑλκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, επιτετ. αντί [[ἕλκω]], [[τραβώ]] [[δυνατά]], [[τραβώ]] βίαια, [[σπαράζω]], [[ξεσχίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ασκώ]] [[βία]] σε κάποιον, [[επιχειρώ]] [[επίθεση]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}