Anonymous

ἐμπορία: Difference between revisions

From LSJ
11
(T22)
(11)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[see]] ἐν, III:3), ἐμπορίας, ἡ ([[ἔμπορος]]), [[trade]], [[merchandise]]: [[Hesiod]] and [[following]]; the Sept..)  
|txtha=([[see]] ἐν, III:3), ἐμπορίας, ἡ ([[ἔμπορος]]), [[trade]], [[merchandise]]: [[Hesiod]] and [[following]]; the Sept..)  
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[εμπορία]] και ιων. τ. έμπορίη)<br /><b>1.</b> [[εμπόριο]] ([[ιδίως]] μέσω της θάλασσας), συναλλαγές, δοσοληψίες<br /><b>2.</b> η [[άσκηση]] του εμπορικού επαγγέλματος, η [[τέχνη]] ή η [[εργασία]] του εμπόρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εντολή]], [[παραγγελία]] εμπορική<br /><b>2.</b> [[εμπόρευμα]], [[πραμάτεια]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> εμπορικές επιχειρήσεις («τάς τ' ἐμπορίας τὰς κερδαλέας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «κατ' ἐμπορίαν καὶ κατὰ θεωρίαν» — για να κάνουν [[εμπόριο]] και για να ιδούν<br />β) «ἐμπορίας [[ἕνεκα]]» — [[χάριν]] εμπορίου, για να εμπορευθούν.
}}
}}