3,277,220
edits
(11) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[εμπορία]] και ιων. τ. έμπορίη)<br /><b>1.</b> [[εμπόριο]] ([[ιδίως]] μέσω της θάλασσας), συναλλαγές, δοσοληψίες<br /><b>2.</b> η [[άσκηση]] του εμπορικού επαγγέλματος, η [[τέχνη]] ή η [[εργασία]] του εμπόρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εντολή]], [[παραγγελία]] εμπορική<br /><b>2.</b> [[εμπόρευμα]], [[πραμάτεια]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> εμπορικές επιχειρήσεις («τάς τ' ἐμπορίας τὰς κερδαλέας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «κατ' ἐμπορίαν καὶ κατὰ θεωρίαν» — για να κάνουν [[εμπόριο]] και για να ιδούν<br />β) «ἐμπορίας [[ἕνεκα]]» — [[χάριν]] εμπορίου, για να εμπορευθούν. | |mltxt=η (Α [[εμπορία]] και ιων. τ. έμπορίη)<br /><b>1.</b> [[εμπόριο]] ([[ιδίως]] μέσω της θάλασσας), συναλλαγές, δοσοληψίες<br /><b>2.</b> η [[άσκηση]] του εμπορικού επαγγέλματος, η [[τέχνη]] ή η [[εργασία]] του εμπόρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εντολή]], [[παραγγελία]] εμπορική<br /><b>2.</b> [[εμπόρευμα]], [[πραμάτεια]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> εμπορικές επιχειρήσεις («τάς τ' ἐμπορίας τὰς κερδαλέας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «κατ' ἐμπορίαν καὶ κατὰ θεωρίαν» — για να κάνουν [[εμπόριο]] και για να ιδούν<br />β) «ἐμπορίας [[ἕνεκα]]» — [[χάριν]] εμπορίου, για να εμπορευθούν. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐμπορία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ἔμπορος]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εμπόριο]], [[συναλλαγή]], [[δοσοληψία]], [[αγοραπωλησία]] με [[κέρδος]], σε Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[επάγγελμα]] ή [[εργασία]], σε Καινή Διαθήκη, Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[εμπόρευμα]], σε Ξεν., Δημ. | |||
}} | }} |