Anonymous

ἐντροπία: Difference between revisions

From LSJ
12
(Bailly1_2)
(12)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> confusion, pudeur;<br /><b>2</b> [[αἱ]] ἐντροπίαι, ruses, détours.<br />'''Étymologie:''' [[ἐντρέπω]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> confusion, pudeur;<br /><b>2</b> [[αἱ]] ἐντροπίαι, ruses, détours.<br />'''Étymologie:''' [[ἐντρέπω]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἐντροπία]], ιων. ἐντροπίη)<br />[[δολοπλοκία]], [[τέχνασμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> θερμοδυναμικό [[μέγεθος]] κατάστασης τών φυσικών συστημάτων, του οποίου η [[τιμή]] αυξάνεται [[έπειτα]] από μια αναντίστρεπτη [[μεταβολή]] ενός κλειστού συστήματος ή παραμένει σταθερή [[έπειτα]] από μια αντιστρεπτή [[μεταβολή]] του. Η [[εντροπία]] [[είναι]] το [[μέτρο]] της αταξίας τών μορίων ενός σώματος. Κάθε [[μεταβολή]] που οδηγεί σε μεγαλύτερη [[αταξία]] μορίων συνοδεύεται από [[αύξηση]] της εντροπίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εντροπή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δόλιαι ἐντροπίαι» — ραδιουργίες, δολοπλοκίες, τεχνάσματα.
}}
}}