Anonymous

ἐξελληνίζω: Difference between revisions

From LSJ
12
(Bailly1_2)
(12)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=faire remonter à une origine grecque.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἑλληνίζω]].
|btext=faire remonter à une origine grecque.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἑλληνίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξελληνίζω]])<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] κάποιον σε Έλληνα ή [[κάτι]] σε ελληνικό<br /><b>2.</b> [[δίνω]] σε ξένες λέξεις ελληνικό τύπο («εξελληνισμένες λέξεις»)<br /><b>μσν.</b><br />[[μεταφράζω]] στα Ελληνικά.
}}
}}