Anonymous

ἔξοδος: Difference between revisions

From LSJ
2,887 bytes added ,  29 September 2017
12
(T22)
(12)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἐξόδου, ἡ ([[ὁδός]]), [[exit]], i. e. [[departure]]: ἡ [[ἔξοδος]] τίνος the [[close]] of [[one]]'s [[career]], [[one]]'s [[final]] [[fate]], [[departure]] from [[life]], [[decease]]: [[Philo]] de caritate § 4); [[with]] [[addition]] of [[τοῦ]] [[ζῆν]], Josephus, Antiquities 4,8, 2; (of [[τοῦ]] βίου, Justin Martyr, dialog contra Trypho, § 105).
|txtha=ἐξόδου, ἡ ([[ὁδός]]), [[exit]], i. e. [[departure]]: ἡ [[ἔξοδος]] τίνος the [[close]] of [[one]]'s [[career]], [[one]]'s [[final]] [[fate]], [[departure]] from [[life]], [[decease]]: [[Philo]] de caritate § 4); [[with]] [[addition]] of [[τοῦ]] [[ζῆν]], Josephus, Antiquities 4,8, 2; (of [[τοῦ]] βίου, Justin Martyr, dialog contra Trypho, § 105).
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἔξοδος]]) [[οδός]]<br /><b>1.</b> η [[μετάβαση]], η [[μετακίνηση]] από [[μέσα]] [[προς]] τα έξω («η [[έξοδος]] από τη [[χώρα]]», «ἐπὶ ἐξόδῳ ἐκ τῆς χώρης»)<br /><b>2.</b> [[άνοιγμα]], [[πέρασμα]] απ' όπου βγαίνει [[κανείς]] («[[έξοδος]] κινδύνου», «πυλῶν ἐπ' ἐξόδοις»)<br /><b>3.</b> [[εξόρμηση]] πολιορκουμένων για να διασπάσουν τον πολιορκητικό κλοιό («η [[έξοδος]] του Μεσολογγίου», «ὁ Βρασίδας τήν ἔξοδον παρεσκευάζετο»)<br /><b>4.</b> μαζική [[μετανάστευση]] ή [[μετακίνηση]] («η [[έξοδος]] τών Αθηναίων για το εορταστικό τριήμερο στην [[επαρχία]]», «Ἰουδαίων τὴν ἔξοδον»)<br /><b>5.</b> το [[μέρος]] της τραγωδίας [[μετά]] το τελευταίο [[στάσιμο]]<br /><b>6.</b> (για ποταμό) [[εκβολή]]<br /><b>7.</b> [[διέξοδος]], [[τρόπος]] με τον οποίο βγαίνει [[κανείς]] από δύσκολη [[θέση]] («η [[έξοδος]] από την οικονομική [[κρίση]]», «[[φέρε]] δή, ἐάν πη εὕρωμεν ἔξοδον»)<br /><b>8.</b> οπή του σώματος από την οποία εκβάλλονται περιττώματα ή εκκρίματα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για στρατευμένους)<br /><b>1.</b> [[άδεια]], [[δικαίωμα]] εξόδου από το [[στρατόπεδο]]<br /><b>2.</b> [[αποχώρηση]] από την ενεργό [[υπηρεσία]] («[[έξοδος]] από το [[στράτευμα]] λόγω ορίου ηλικίας»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εκφορά]] νεκρού, [[κηδεία]]<br /><b>2.</b> έξοδα, [[δαπάνη]]<br /><b>3.</b> [[εκστρατεία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἔξοδον τοῡ ζῆν, τοῡ βίου» — ο [[θάνατος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μισθός]]<br /><b>2.</b> [[επιχορήγηση]]<br /><b>3.</b> πρόσοδοι<br /><b>4.</b> [[κόπος]], [[ταλαιπωρία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον ήλιο) [[ανατολή]]<br /><b>2.</b> [[έξοδος]] σε [[πομπή]] ή [[έξοδος]] κάποιου με τιμητική [[ακολουθία]]<br /><b>3.</b> [[εκκένωση]], [[κένωση]]<br /><b>4.</b> [[τέλος]], [[κατάληξη]] [[χρονικής]] περιόδου<br /><b>5.</b> [[έκβαση]], [[αποτέλεσμα]]<br /><b>6.</b> δικαστική [[απόφαση]]<br /><b>7.</b> [[δρόμος]].
}}
}}