Anonymous

ἔξοδος: Difference between revisions

From LSJ
1,170 bytes added ,  30 December 2018
4
(12)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἔξοδος]]) [[οδός]]<br /><b>1.</b> η [[μετάβαση]], η [[μετακίνηση]] από [[μέσα]] [[προς]] τα έξω («η [[έξοδος]] από τη [[χώρα]]», «ἐπὶ ἐξόδῳ ἐκ τῆς χώρης»)<br /><b>2.</b> [[άνοιγμα]], [[πέρασμα]] απ' όπου βγαίνει [[κανείς]] («[[έξοδος]] κινδύνου», «πυλῶν ἐπ' ἐξόδοις»)<br /><b>3.</b> [[εξόρμηση]] πολιορκουμένων για να διασπάσουν τον πολιορκητικό κλοιό («η [[έξοδος]] του Μεσολογγίου», «ὁ Βρασίδας τήν ἔξοδον παρεσκευάζετο»)<br /><b>4.</b> μαζική [[μετανάστευση]] ή [[μετακίνηση]] («η [[έξοδος]] τών Αθηναίων για το εορταστικό τριήμερο στην [[επαρχία]]», «Ἰουδαίων τὴν ἔξοδον»)<br /><b>5.</b> το [[μέρος]] της τραγωδίας [[μετά]] το τελευταίο [[στάσιμο]]<br /><b>6.</b> (για ποταμό) [[εκβολή]]<br /><b>7.</b> [[διέξοδος]], [[τρόπος]] με τον οποίο βγαίνει [[κανείς]] από δύσκολη [[θέση]] («η [[έξοδος]] από την οικονομική [[κρίση]]», «[[φέρε]] δή, ἐάν πη εὕρωμεν ἔξοδον»)<br /><b>8.</b> οπή του σώματος από την οποία εκβάλλονται περιττώματα ή εκκρίματα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για στρατευμένους)<br /><b>1.</b> [[άδεια]], [[δικαίωμα]] εξόδου από το [[στρατόπεδο]]<br /><b>2.</b> [[αποχώρηση]] από την ενεργό [[υπηρεσία]] («[[έξοδος]] από το [[στράτευμα]] λόγω ορίου ηλικίας»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εκφορά]] νεκρού, [[κηδεία]]<br /><b>2.</b> έξοδα, [[δαπάνη]]<br /><b>3.</b> [[εκστρατεία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἔξοδον τοῡ ζῆν, τοῡ βίου» — ο [[θάνατος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μισθός]]<br /><b>2.</b> [[επιχορήγηση]]<br /><b>3.</b> πρόσοδοι<br /><b>4.</b> [[κόπος]], [[ταλαιπωρία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον ήλιο) [[ανατολή]]<br /><b>2.</b> [[έξοδος]] σε [[πομπή]] ή [[έξοδος]] κάποιου με τιμητική [[ακολουθία]]<br /><b>3.</b> [[εκκένωση]], [[κένωση]]<br /><b>4.</b> [[τέλος]], [[κατάληξη]] [[χρονικής]] περιόδου<br /><b>5.</b> [[έκβαση]], [[αποτέλεσμα]]<br /><b>6.</b> δικαστική [[απόφαση]]<br /><b>7.</b> [[δρόμος]].
|mltxt=η (AM [[ἔξοδος]]) [[οδός]]<br /><b>1.</b> η [[μετάβαση]], η [[μετακίνηση]] από [[μέσα]] [[προς]] τα έξω («η [[έξοδος]] από τη [[χώρα]]», «ἐπὶ ἐξόδῳ ἐκ τῆς χώρης»)<br /><b>2.</b> [[άνοιγμα]], [[πέρασμα]] απ' όπου βγαίνει [[κανείς]] («[[έξοδος]] κινδύνου», «πυλῶν ἐπ' ἐξόδοις»)<br /><b>3.</b> [[εξόρμηση]] πολιορκουμένων για να διασπάσουν τον πολιορκητικό κλοιό («η [[έξοδος]] του Μεσολογγίου», «ὁ Βρασίδας τήν ἔξοδον παρεσκευάζετο»)<br /><b>4.</b> μαζική [[μετανάστευση]] ή [[μετακίνηση]] («η [[έξοδος]] τών Αθηναίων για το εορταστικό τριήμερο στην [[επαρχία]]», «Ἰουδαίων τὴν ἔξοδον»)<br /><b>5.</b> το [[μέρος]] της τραγωδίας [[μετά]] το τελευταίο [[στάσιμο]]<br /><b>6.</b> (για ποταμό) [[εκβολή]]<br /><b>7.</b> [[διέξοδος]], [[τρόπος]] με τον οποίο βγαίνει [[κανείς]] από δύσκολη [[θέση]] («η [[έξοδος]] από την οικονομική [[κρίση]]», «[[φέρε]] δή, ἐάν πη εὕρωμεν ἔξοδον»)<br /><b>8.</b> οπή του σώματος από την οποία εκβάλλονται περιττώματα ή εκκρίματα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για στρατευμένους)<br /><b>1.</b> [[άδεια]], [[δικαίωμα]] εξόδου από το [[στρατόπεδο]]<br /><b>2.</b> [[αποχώρηση]] από την ενεργό [[υπηρεσία]] («[[έξοδος]] από το [[στράτευμα]] λόγω ορίου ηλικίας»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εκφορά]] νεκρού, [[κηδεία]]<br /><b>2.</b> έξοδα, [[δαπάνη]]<br /><b>3.</b> [[εκστρατεία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἔξοδον τοῡ ζῆν, τοῡ βίου» — ο [[θάνατος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μισθός]]<br /><b>2.</b> [[επιχορήγηση]]<br /><b>3.</b> πρόσοδοι<br /><b>4.</b> [[κόπος]], [[ταλαιπωρία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον ήλιο) [[ανατολή]]<br /><b>2.</b> [[έξοδος]] σε [[πομπή]] ή [[έξοδος]] κάποιου με τιμητική [[ακολουθία]]<br /><b>3.</b> [[εκκένωση]], [[κένωση]]<br /><b>4.</b> [[τέλος]], [[κατάληξη]] [[χρονικής]] περιόδου<br /><b>5.</b> [[έκβαση]], [[αποτέλεσμα]]<br /><b>6.</b> δικαστική [[απόφαση]]<br /><b>7.</b> [[δρόμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔξοδος:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[έξοδος]], [[αποχώρηση]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> στρατιωτική [[έξοδος]], [[εξόρμηση]], στρατιωτική [[εκστρατεία]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> επίσημη [[πομπή]], [[λιτάνευση]], σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[έξοδος]], [[διέξοδος]], Λατ. [[exitus]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> όπως το Λατ. [[exitus]], [[τέλος]], [[τέρμα]], [[κλείσιμο]], σε Θουκ., Ξεν.· το [[τέλος]] ή το [[συμπέρασμα]] ενός συλλογισμού, επιχειρήματος, σε Πλάτ.· απόλ., [[αναχώρηση]] από την [[ζωή]], [[νέκρωση]], [[θάνατος]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> το τελευταίο [[μέρος]] της τραγωδίας ή η [[μουσική]] του, το εξόδιο [[άσμα]] στο [[τέλος]] της τραγωδίας, σε Αριστοφ.
}}
}}